Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ, ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΚΛΙΜΆΞ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ


Συναξάριον της 16ης Ιουνίου

6 Ιουνίου Συναξαριστής. Τύχωνος Θαυματουργού, Μάρκου Ιερομ., Των Αγίων 5 Μαρτύρων, Των Αγίων 40 Μαρτύρων, Ανακομιδή Λειψάνων Αγίου Θεοδώρου Συκεώτου, Σύναξις Της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Διακοναίς, Μνημονίου Επισκόπου, Ελαππά,Ἅγιος Μνημόνιος, Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος , Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα, Ἅγιος Σιμιλιανὸς, Ἅγιος Κεττίνος, Κολμανὸς, Κουρίγγος, Ἰσμαὴλ, Αὐρηλιανὸς, Ὅσιος Σάββας, Τύχων ο εν Μεντὺν,Ὅσιος Τύχων- Λούκωφ, Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ,Ὅσιος Τύχων , Καουαϊκχόρσος,Ὅσιος Μωυσῆς, Ἑρμογένης.

Ὁ Ἅγιος Τύχων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴν σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσό. Ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.).
Ἀφιερωθεὶς ὑπὸ τῶν φιλοθρήσκων γονέων του στὸν Θεό, ἔλαβε ἄρτια μόρφωση καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἁγνότητά του ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμαθούντος Μνημονίου διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
Ἡ ἱκανότητα, ὁ θερμὸς ζῆλος ὑπὲρ τοῦ θείου κηρύγματος καὶ οἱ πολλαπλὲς ἀρετές του τὸν ἀνέδειξαν, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μνημονίου, διάδοχό του, χειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἁγίου Ἐπιφανίου († 12 Μαΐου). Ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Τύχων διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα, τὴν ἀδιάλειπτη διδασκαλία καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς πίστεως μέριμνά του.
Ἔτσι, μετέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες, κατέστρεψε ναοὺς εἰδωλολατρικοὺς καὶ εἴδωλα καὶ ἀνήγειρε Χριστιανικὲς ἐκκλησίες.Κάποια ἡμέρα, ποὺ εἰσῆλθε σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναό, ἔδιωξε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος, τὴ Μιαρανάθουσα, ἡ ὁποία τὸν ἐξύβρισε. Μὲ παρρησία ἄρχισε νὰ τὴν ἐλέγχει γιὰ τὴν τυφλὴ ἐμμονή της στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ
ἀρετὴ ποὺ ἀπέπνεε ἡ ὅλη του προσωπικότητα προκάλεσαν τέτοια ἐντύπωση στὴν ἱέρεια τῶν εἰδώλων, ποὺ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ Μιαρανάθουσα μὲ σεβασμὸ καὶ φόβο ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὴν κατηχήσει. Ἔτσι δέχθηκε τὸ Βάπτισμα μὲ μετάνοια καὶ ὀνομάσθηκε Εὐήθεια.
Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του καὶ τῆς ἁγνότητος τοῦ βίου του ἐπροικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, ἐπιτελέσας πολλὰ θαύματα στὴ ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον.Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσι κρείττονι, ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος· σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκετευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ἐν ἀσκήσει Ἅγιε, θεοφιλεῖ διαπρέψας, Παρακλήτου δύναμιν, ἐξ ὕψους καθυπεδέξω, ξόανα, καθαιρεῖν πλάνης λαοὺς δὲ σώζειν, δαίμονας, ἀποδιώκειν νόσους ἰᾶσθαι. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ φίλον, Τύχων μακάριε.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν· χαίροις ὁ τῆς Κύπρου, ἀνέσπερος δᾳδοῦχος, ὦ Τύχων Ἀμαθοῦντος, ποιμὴν μακάριε.
Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος, Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, εἶναι γνωστὸς σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ὑπόμνημα στὸ διάδοχό του, Ἅγιο Τύχωνα. Ὁ ὑπομνηματιστὴς ὀνομάζει τὸν Μνημόνιο «ἁγιώτατο». Διετέλεσε Ἐπίσκοπος κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ὡς δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάδοχός του Τύχων ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μάρκος, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, ἐτελειώθηκε κρεμασθείς, ἀφοῦ τοῦ ἐφόρτωσαν τὰ χέρια μὲ πέτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.
Ὁ Ἅγιος Ἐλάππας ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἐλάππα.
Οἱ Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος οἱ Ἱερομάρτυρες οἱ ἐν Γαλατίᾳ 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φερραίολος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνου († 23 Αὐγούστου), ἐστάλη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Φερρούκιο, κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Συλληφθέντες ἐπὶ αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211 – 217 μ.Χ.), ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 212 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πέντε Μάρτυρες ἐν Νικομηδείᾳ 
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν στὴ Νικομήδεια διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οἱ Ρωμαῖοι
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.
Οἱ Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα οἱ Παρθενομάρτυρες 
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος  Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Βολτέρρα τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νάντης 
Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς Νάντης τῆς Γαλλίας κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἐξυμνεῖται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Τουρώνης ὡς μέγας Ὁμολογητής. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 310 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κεττίνος 
Ὁ Ἅγιος Κεττίνος, Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Πατρικίου,  Ἀποστόλου τῆς Ἰρλανδίας († 17 Μαρτίου), ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἐξ Ἰρλανδίας 
Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ρεχρέιν στὴ νῆσο Λάμπεϋ κοντὰ στὸ Δουβλίνο καὶ διετέλεσε πρῶτος ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Κουρίγγος ἐξ Οὐαλίας 
Ὁ Ὅσιος Κουρίγγος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λάνμπανταρν τῆς Οὐαλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἐξ Οὐαλίας
Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τῶν Ὁσίων Τεϊλίου († 9 Φεβρπυαρίου) καὶ Δαβὶδ τῆς Οὐαλίας († 1 Μαρτίου). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Βουδίκου τῆς Κορνουάλης καὶ Ἐπίσκοπος.Ὁ Ὅσιος Ἰσμαήλ, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Οὐαλία, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸ 546 ἕως τὸ 551 μ.Χ., πιθανὸν ἔτος τοῦ θανάτου του. Ἐτοποθετήθηκε στὴν ἕδρα αὐτὴ μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Χιλδεβέρτου Α’ ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Βιγιλίου (538 – 555 μ.Χ.).
Τὸ 548 μ.Χ., ἵδρυσε μία ἀνδρικὴ καὶ μία γυναικεία μονή, καθόρισε δὲ καὶ Κανόνα γιὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Τοῦ Αὐρηλιανοῦ σώζεται, ἐπίσης, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα Θευδεβέρτο Α’.Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου, τιμᾶται τὴν 22α Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τὸ 1200 ἀπὸ τὸ Ρῶσο προσκυνητὴ Ἀντώνιο καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ» στὸ Βυζάντιο.


Ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς Μόσχας 
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἱερὰ μονὴ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1378.
Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ ἐν Μεντὺν τῆς Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τύχων τοῦ Μεντὺν καὶ τῆς Καλούγκα ἔζησε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Χούντωφ τῆς Μόσχας. Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, ἀσκήτεψε σὲ ἀπομονωμένο τόπο τοῦ Μαρογιαροσλάβλ καὶ μέσα στὴν κοιλότητα μιᾶς βελανιδιᾶς κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βεπρίκα.
Ἐκεῖ ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία καὶ κατεύθυνε πνευματικὰ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1492.
Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν τῷ Λούκωφ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τύχων, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἦταν στρατιώτης στὴν περιοχὴ τῆς Λιθουανίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπος τοῦ Μπελύϊ. Τὸ 1482, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχθεῖ τὴν Οὐνία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λιθουανία καὶ κατέφυγε στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Λοὺκ στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Κοστρόμας.
Ἡ Λούκ, κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο, ἦταν ὑπὸ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπος Θεοδώρου Βέλσκυ. Ἐκεῖ ἀνήγειραν, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του Φώτιο καὶ Γεράσιμο, ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.Ὁ Ὅσιος Τύχων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1503.
Οἱ Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων οἱ ἐν Σολόκοβο τῆς Ρωσίας
Οἱ ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ἀσκήτεψαν κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἔρημο τοῦ Σολόκοβο καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Καράτσεβ τῆς Ρωσίας 
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Τύχωνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Καράτσεβ στὴν Ἐπαρχία τοῦ Ὀρέλ, ἀναφέρεται σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Καουαϊκχόρσος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἰβηρίτης μοναχὸς ἐν Ἱερουσαλήμ 
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καουαϊκχόρσος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ σάχη Ἀμπᾶ, τὸ 1612.
Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα 
Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἐγεννήθηκε στὸ Μπορισογκλὲμπσκ τῆς Ρωσίας, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1782. Οἱ γονεῖς του, Ἰβὰν Γρηγορίεβιτς Πουτίλωφ καὶ Ἄννα Ἰβάνοβνα Γκολοβίνα, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι.
Ὁ παππούς του ἀπὸ τὴν μητέρα του, ὁ Ἰωήλ, ἦταν ἱεροδιάκονος καὶ εὐσεβὴς γέροντας, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ Σερπούκωφ Βυσότσκυϊ. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀκόμη πέντε παιδιά, τὸν Κύριλλο, τὸν Ἰωνᾶ, τὸν Βασίλειο, τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Ἀνυσία καὶ ἄλλα τέσσερα ποὺ ἀπέθαναν νήπια. Οἱ τρεῖ υἱοὶ Τιμώθεος, μετέπειτα ἡγούμενος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, Ἀλέξανδρος, μετέπειτα ἡγούμενος Ἀντώνιος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μαλογιαροσλάβετς, καὶ Ἰωνᾶς, μετέπειτα ἡγούμενος Ἡσαΐας τῆς μονῆς Σάρωφ, ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς του ἀνέθρεψαν τὸν Τιμόθεο μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλακόλουθος καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη. Ὅταν εὑρισκόταν μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωνᾶ στὴ Μόσχα γιὰ δουλειά, ἐμελετοῦσε πολὺ καὶ ἀντέγραφε ὅσες περικοπὲς πνευματικῶν κειμένων ἐθεωροῦσε ἀξιόλογες.
Στὴ Μόσχα ἐγνώρισε καὶ τὴν ἁγία γερόντισσα μοναχὴ Δοσιθέα, ποὺ ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι Ἰβανόφσκυϊ τῆς Μόσχας καὶ τὸν συνέδεσε πνευματικὰ μὲ τοὺς γέροντες τῆς μονῆς Νόβο – Σπάσκυϊ Ἀλέξανδρο καὶ Φιλάρετο, ποὺ εἶχαν πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν φημισμένο στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυϊ.
Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες ὁ πατέρας του ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του στὸν υἱό του Τιμόθεο νὰ πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ἐνῶ ἐκράτησε κοντά του τὸν Ἰωνᾶ, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴν εὐχή του ἀργότερα. Ἔτσι ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Ἰωνᾶς ἐπῆγαν στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν στὴν ἀκμή του.
Ὁ Ἰωνᾶς ἔμεινε γιὰ πάντα στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαΐας. Ἀργότερα ἔγινε σκευοφύλακας καὶ μετά, τὸ 1842, ἡγούμενος. Ἐκοιμήθηκε τὸ 1860.
Ὁ Τιμόθεος ἔφυγε γιὰ τὴ Μόσχα τὸ 1808 καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σβένσκ, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ὀρλώφ. Ἐκεῖ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ σκευοφύλακος, τὴν ἀλληλογραφία τῆς μονῆς καὶ τὴν ἀνάγνωση στὶς Ἀκολουθίες.
Διάφορες τυπικὲς δυσκολίες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν κουρὰ τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ ἱερομονάχου Ἀλεξίου τῆς μονῆς Σιμονὼς τῆς Μόσχας, προτίμησε νὰ ζήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν ἀναχωρητῶν τοῦ Ροσλάβλ.
Τὸ 1811, ὁ Τιμόθεος ἔφθασε στὰ δάση τοῦ Ροσλὰβλ καὶ στὴν ἀρχὴ ἔμεινε μὲ τὸν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο, τὸν γεροντότερο ἀπὸ τοὺς ἀναχωρητές, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μυστικὰ μοναχὸ δίδοντάς του τὸ ὄνομα Μωυσῆς.
Τὸ 1816, ἔφθασε στὸ δάσος τοῦ Ροσλάβλ καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔγινε, τὸ 1820, μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀντώνιος.
Ὡστόσο ὁ Ὅσιος Μωυσῆς συνέχιζε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Σὲ κάποιες ἐλάχιστες σημειώσεις, ποὺ διασώθηκαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ὅσιος ἔγραφε: «Τὸ Πάτερ ἡμῶν εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, γιὰ νὰ καλύψει ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ πολυεύσπλαγχνος  Κύριος εὐλογεῖ καὶ τὴν ἀκόλουθη, ὅταν λέγεται μὲ πίστη καὶ ταπείνωση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Πολυεύσπλαγχνε καὶ Οἰκτίρμον, ὁ πολὺς ἐν ἐλέει καὶ πλούσιος ἐν οἰκτιρμοῖς, ὁ συμπαθής, ὁ παρέχων συγγνώμην, ὁ ἀληθινός, μὴ ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἡμῖν ὡς φιλάγαθος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σῶσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον τὸν δοῦλόν Σου, τὸν ἀδελφόν μου (τόνδε).
Κύριε, χάρισέ του γνῶσιν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τῶν ἐντολῶν Σου, εἰρήνην ψυχῆς καὶ σώματος, ὑγείαν εὶς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἔργων τῆς ὑπακοῆς Σου, ὥστε νὰ τελέσῃ ἐν φόβῳ πᾶσαν ἀνατεθεῖσαν αὐτῷ ἐργασίαν, μὲ ταπείνωσιν, ἄνευ δικαιώματος ἢ γογγυσμοῦ ἢ προσκόμματος ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, ἐν ἁπλότητι καρδίας, συμφώνως πρὸς τὸ πανάγιον θέλημά Σου…».
Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, εἶναι πώς, ἀπὸ εὐσέβεια πρὸς τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, ὅσο ζοῦσε στὰ δάση τοῦ Ροσλάβλ, ἐμελετοῦσε ἀλλὰ καὶ ἀντέγραφε τὰ κείμενά τους ὄρθιος. Καὶ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ πολύωρη ὀρθοστασία στὴν προσευχή.
Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ φιλομόναχου Ἐπισκόπου Καλούγκα Φιλαρέτου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς πατέρες Ἀντώνιο, Ἱλαρίωνα καὶ Σαββάτιο, ἦλθε στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἐξεκίνησε τὴ δημιουργία νέας Σκήτης. Μετὰ τὰ ἐγκαίνιά της, στὶς 5 Φεβρουαρίου 1822, ὁ Ὅσιος, στὶς 22 Δεκεμβρίου ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου πρεσβύτερος.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε, τὸ 1826, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, παρὰ τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὡς μοναχός: μὲ ἀγρυπνίες, νηστεία, προσευχή, ἡσυχία, ταπείνωση, αὐστηρὴ ἄσκηση, φιλοξενία, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη, πίστη, ὑπομονή, πραότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς πνευματικὸς ἀνάπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τῆς μονῆς.
Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ἡ ὑγεία τοῦ Ὁσίου ἔφθινε. Ἀλλὰ ὁ ζῆλός του ἐμεγάλωνε. Νοιαζόταν γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ τῆς μοναχικῆς πρακτικῆς καὶ τῶν κοινοβιακῶν κανόνων.
Παρὰ τὴν ἀσθένειά του ὁ Ὅσιος Μωυσῆς προσπαθοῦσε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνεχῶς. Τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰουνίου 1862 ἐκάρη μεγαλόσχημος καὶ ἐζήτησε νὰ γραφεῖ ἡ πνευματικὴ διαθήκη του.
Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου ἐπιδεινώθηκε. Ἐκεῖνος ἐζήτησε νὰ ἀναγνωσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἐδιάβαζε τὸ τέλος τοῦ 16ου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ…», ὁ Ὅσιος Μωυσῆς παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
Πνευματικὴ Διαθήκη Ὁσίου Μωυσῆ

«Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!
Ἐγὼ ὁ ὑπογραφόμενος, ὁ πολὺ ἁμαρτωλὸς ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς τῆς μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Ὄπτινα, τῆς Ἐπισκοπῆς Καλούγκα, ἀξιώθηκα νὰ λάβω ἀμέτρητα καὶ ἀνέκφραστα ἐλέη καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Πανάγαθο καὶ Πολυεύσπλαγχνο Κύριό μου, σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Ἀξιώθηκα νὰ γίνω μοναχός, νὰ δεχθῶ τὸ ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης καὶ νὰ γίνω ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης, ἐνῶ εἶμαι ἄμοιρος ἔργων ἀγαθῶν.
“Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ πέρι πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;”. Μέσα μου νιώθω καὶ ἐκφράζω τὴ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη μου καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγαθότητά Του νὰ μοῦ χαρίσει τὴ σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς μου. Νὰ μοῦ δώσει τέλος ἀγαθό, ὥστε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ ἀνείκαστο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀτίμητη θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, νὰ ἀξιωθῶ νὰ παρασταθῶ ἀκατάκριτος στὴ φοβερὴ καὶ δίκαιη κρίση του καὶ νὰ μὲ βάλει στὰ δεξιά Του, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς Του. Καὶ ἀπὸ σᾶς, πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ πνευματικά μου τέκνα, ζητῶ νὰ εὔχεσθε στὸν Κύριο, ὥστε νὰ μὴ μὲ στερήσει ἀπὸ τὸ ποθούμενο.
Ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ αἰσθάνομαι ἀδύναμος καὶ ἀσθενὴς καὶ καταλαβαίνω πὼς ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου μου εἶναι ἄγνωστος, σκέφθηκα πὼς εἶναι καλὸ ν’ ἀφήσω μία διαθήκη, ὄπως ἔχω δικαίωμα, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται στὴν κατοχή μου.
Αὐτὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἅγιες εἰκόνες καὶ πνευματικὰ βιβλία, ποὺ ἐβοήθησαν στὴν κατάρτιση τῆς ψυχῆς μου. Χρήματα δὲν ἔχω. Ἀπὸ τότε ποὺ εἰσῆλθα στὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς μέχρι σήμερα ζῶ σὲ μοναστήρι κοινόβιο.
Ἔτσι δὲν εἶχα ποτὲ ἐνδιαφέρον ν’ ἀποκτήσω περιουσία, διότι θυμόμουν τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσα στὸν Θεὸ νὰ ζήσω μὲ ἀκτημοσύνη. Ἀνάγκη γιὰ φαγητὸ καὶ ἔνδυση δὲν εἶχα, διότι μοῦ τὰ ἔδιδε ὄλα τὸ μοναστήρι.
Ἔτσι, τὰ λινά, τὰ εἴδη ρουχισμοῦ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίπλωση, εὑρεθεῖ στὸ κελί μου μετὰ τὸ θάνατό μου δὲν ἀνήκουν σὲ μένα ἀλλὰ στὸ μοναστήρι καὶ θὰ πρέπει νὰ δοθοῦν στὸ κελάρι, γιὰ νὰ μοιρασθοῦν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ταιριάζουν καλύτερα.Τὰ πνευματικά μου βιβλία, ποὺ συλλέγω ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα μοναχός, τὰ θεωρῶ μεγάλο θησαυρό, ποὺ ἔθρεψαν τὴν ψυχή μου μὲ τροφὴ ἀθάνατη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Τ’ ἀφήνω ὅλα στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς, γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πατέρων καὶ τῶν ἀδελφῶν μου.
“Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι”. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλω ὅλα ὅσα ἔχω στὴν κατοχή μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ καλυφθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ τὸ σῶμά μου, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὸ κελί μου, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις μου.Ἔτσι, μετὰ τὸ θάνατό μου, κανένας δὲν θὰ κουρασθεῖ γιὰ νὰ ἐντοπίσει καὶ νὰ καταγράψει τὴν περιουσία μου καὶ κανένας δὲν θὰ ἔχει εὐθύνη γι’ αὐτήν.
Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἔχουν νὰ κάνουν τίποτα μὲ τὴν περιουσία μου αὐτή. Εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν θὰ ἀνακατευθοῦν, θὰ μείνουν εὐχαριστημένοι μὲ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωσε. Δὲν θὰ θελήσουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὴ μοναστικὴ περιουσία, διότι ἀνήκει στὸ μοναστήρι. Ἂν τολμήσουν νὰ τὴν ἀγγίξουν, αὐτὴ θὰ γίνει φωτιά, ποὺ θὰ κάψει τὴν κληρονομία τους.
Ὅταν φανεῖ εὐάρεστο στὸν Θεὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμά μου, παρακαλῶ τὸν πνευματικό μου πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, νὰ ἐνταφιάσουν τὸ σῶμά μου σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ καὶ μοναστηριακὴ τάξη. Μετά, σᾶς παρακαλῶ, νὰ συνεχίσετε νὰ μὲ μνημονεύετε, τόσο στὶς Ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς κατὰ μόνας προσευχές σας, ὥστε ὁ Κύριος νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή μου μετὰ τῶν δικαίων.
Ἂν ὅσο ἐζοῦσα, ἐλύπησα κάποιον μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ ἔργα, μὲ λόγια ἢ μὲ τοὺς λογισμούς μου, ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἂν κάποιος μὲ ἐλύπησε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τὸν συγχωρῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Ἔγραψα τὴν πνευματική μου αὐτὴ διαθήκη μὲ τὴ θέλησή μου, ἔχοντας σώας τὰς φρένας καὶ ἐναργὴ μνήμη.
6 Ἰουνίου 1862
Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὄπτινα
Ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς».
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τομπὸλσκ Ρωσίας 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἐφραίμοβιτς Ντολγκάνωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 25 Ἀπριλίου 1858, στὴν περιοχὴ τῆς Χερσονήσου. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς καὶ εὐλαβοῦς οἰκογένειας καὶ ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴν ἱερατικὴ διακονία στὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωση ἐσπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Νοβοροσίσκ νομική, ἱστορία καὶ φιλολογία καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Νικάνορα (Μπρόβκοβιτς) ἀφιερώθηκε στὸν Θεό.
Ἔτσι εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος, στὶς 28 Νοεμβρίου 1890. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 2 Δεκεμβρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ διορίζεται ἱεροκῆρυξ.
Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐργάζεται σκληρὰ καὶ διορίζεται, τὸ 1898, διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Τυφλίδος. Ἡ δραστηριότητά του εἶναι μεγάλη. Ἱδρύει ἐνοριακὰ σχολεῖα καὶ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Λίγο ἀργότερα, στὶς 21 Μαρτίου 1903, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Σαράτωφ καὶ διορίζεται μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.Ἀναλώνει τὸν ἑαυτό του στὴ νέα ἐπισκοπικὴ διακονία καὶ εἶναι πατέρας γιὰ τὸ λαό του.
Ἀνεγείρει ναούς, μεριμνᾶ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ τῶν μονῶν, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση, γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, τὴν ἔκδοση ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, κηρύττει συνεχῶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τόσο στοὺς ἐπιστήμονες ὅσο καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ἐθαύμαζε τὸν Ἐπίσκοπο Ἑρμογένη καὶ προεῖπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο αὐτοῦ, ποὺ συνέβη τὸ 1918.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Δοκιαναῖς (ἢ πέραν ἐν Εὐδοκιαναῖς) 
Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περὶ παραφθορᾶς τοῦ «Ἰουκουνδιαναῖς» καὶ εἰκάζει ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «τῶν Μαρνακίου» ἢ «Μαρανακίου».

πηγή: Ελληνικά και Ορθόδοξα

Κυριακή Γ' Ματθαίου - Κυριακή Πάντων των Νεομαρτύρων

Νεομάρτυρες


Νεομάρτυρες
Νεομάρτυρες 
 Με τον όρο αυτόν δεν γίνεται κάποιος αξιολογικός διαχωρισμός των Αγίων. Οι Νεομάρτυρες δεν υστερούν σε τιμή και δόξα από τους αρχαίους μάρτυρες της Εκκλησίας απλώς τους προσδίδετε αυτός ο χαρακτηρισμός ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η χρονική περίοδος του μαρτυρίου τους. Ως διαχωριστική γραμμή τίθεται κυρίως η άλωση της Βασιλεύουσας. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι υπογράφουν με το αίμα τους την μαρτυρία της πίστεως και της αγάπης τους προς τον Χριστό ονομάζονται Νεομάρτυρες.
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας οι Νεομάρτυρες εκτός από την Χάρη και ευλογία προς τους Πιστούς αναπτέρωναν και στήριζαν τις ελπίδες τους. Ήταν η περίτρανη απόδειξη πως όσο δυνατός και αδυσώπητος να ήταν ο κατακτητής δεν μπορούσε με καμμία δύναμη να υποδουλώσει τις ψυχές των Ορθοδόξων Ρωμιών!
Νεομάρτυς Γεώργιος ο εν Πτoλεμαΐδα μαρτυρήσας
Στις 23 Απριλίου 1752,
Μαρτύρησε στην πόλη της  Πτολεμαΐδας ο Άγιος Γεώργιος
(Από το νέο Μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου).
Αυτός ο Μάρτυρας του Χριστού Γεώργιος, ήταν Κύπριος στην καταγωγή, νέος στην ηλικία, ωραίος στην εμφάνιση, φρόνιμος στον νου και συνετός στα ήθη. Αφού έφυγε από την πατρίδα του, πήγε στην Πτολεμαΐδα, που τώρα λέγεται Άκρι, και βρέθηκε υπηρέτης κοντά σε κάποιον Κόνσουλα Ευρωπαίο. Είχε λοιπόν τη συνήθεια να πηγαίνει σε μία φτωχή γυναίκα τουρκάλα, για να αγοράζει από αυτήν αυγά για το σπίτι του αφέντη του. Αυτή λοιπόν είχε μια κόρη σε ηλικία γάμου. Και καθώς περνούσε ο καιρός και ο νέος συχνά πήγαινε εκεί για αυγά, τον ακολουθούσε πολλές φορές και έβγαινε και συνομιλούσε μαζί του ελεύθερα, ακόμα κι αν απουσίαζε η μητέρα της. Μερικές όμως άλλες γειτόνισσες τουρκάλες βλέπουν ότι ο νέος αγοράζει αυγά μόνο από εκείνη (επειδή αυτή είχε αρκετά), ενώ από εκείνες δεν αγοράζει, ζήλεψαν και συμφώνησαν μεταξύ τους, για να του προξενήσουν κακό. Λοιπόν, μια μέρα πήγε ο νέος, όπως συνήθιζε, να πάρει πάλι αυγά, ενώ απουσίαζε η μητέρα του κοριτσιού, και αμέσως μόλις τον είδαν και μπήκε μέσα στο σπίτι, έτρεξαν οι μιαρές και έπιασαν τον νέο φωνάζοντας δυνατά ότι είπε πως θα τουρκέψει και θα πάρει τη νέα για γυναίκα του, κατηγορώντας άδικα τον αθώο. 
Μαζεύτηκε αμέσως μεγάλο πλήθος Αγαρηνών και αφού άρπαξαν τον νέο, τον πήγαν στο δικαστήριο φωνάζοντας και αυτοί τα ίδια και ψευδομαρτυρώντας ενάντια στον Άγιο. Ρώτησε ο δικαστής τον Άγιο αν ίσως είναι αληθινά όσα λέγονται. Και αυτός με θάρρος απάντησε ότι ποτέ δεν είπε τέτοια λόγια, ούτε τα υπονόησε, αλλά αυτοί από κακία τον συκοφάντησαν και ότι αυτός Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θα πεθάνει. Έταζαν να του δώσουν δώρα υπερβολικά και δόξες και αξιώματα, αλλά δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα. Μεταχειρίστηκαν διάφορες τυραννίες, αλλά ούτε με αυτές μπόρεσαν να πείσουν τον νέο, καθώς έστεκε σταθερός στην πίστη του Χριστού. Έτσι, ο δικαστής αποφάσισε να τον καταδικάσει σε θάνατο. Και ήταν μέρα Παρασκευή και αφού οι Τούρκοι βγήκαν από το τζαμί τους, το οποίο είναι κοντά στην θάλασσα, στάθηκαν όλοι έξω στην μεγάλη πεδιάδα που βρίσκεται εκεί, και αφού έκαναν συμβούλιο, οδηγούν εκεί τον Μάρτυρα σιδηροδέσμιο και αφού τον έστησαν στη μέση της πεδιάδας εκείνης, διαβάζουν την απόφαση του θανάτου εναντίον του για να την ακούσουν όλοι, και έτσι αρχίζουν όλοι να κολακεύουν τον νέο και να τον παρακινούν να τουρκέψει. Ο νέος στάθηκε και τους επέπληξε με ανδρεία και αφού είδαν ότι η γνώμη του δεν αλλάζει, κάνουν όλοι έναν κύκλο γύρω από τον Μάρτυρα και κρατούν τα πιστόλια τους έτοιμα στα χέρια και του λένε, ή θα υπακούσει σε όσα του λένε, ή αμέσως θα τον σκοτώσουν. Ο γενναιότατος όμως Μάρτυρας του Χριστού, αφού ύψωσε τα χέρια του, έτσι όπως ήταν δεμένα με τις αλυσίδες, στον ουρανό, είπε με δυνατή φωνή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα μου και αξίωσέ με της Βασιλείας σου». Και αφού τα είπε αυτά, έριξαν όλοι μαζί με τα πιστόλια τους καταπάνω στον Μάρτυρα. Και καθώς εκείνος έπεσε στη γη, έτρεξαν όλοι με τα μαχαίρια και έκαναν σαν κόσκινο το μαρτυρικότατο εκείνο σώμα από τις μαχαιριές.
Ακόμα δεν είχαν χορτάσει την κακία τους, και να ο Θεός των θαυμάτων και των μαρτύρων ενεργεί ένα τέτοιο θαύμα. Εκεί που ήταν γαλήνη μεγάλη, την ίδια στιγμή γίνεται ένας αναβρασμός της θάλασσας μεγάλος, και παρόλο που από τη θάλασσα ως τον τόπο εκείνο όπου κείτονταν το λείψανο του Μάρτυρα ήταν μεγάλη απόσταση, περίπου ίση με τη βολή ενός τουφεκιού και ακόμα πιο μακριά, η θάλασσα έγινε τόσο άγρια, σαν ένα θηρίο  ανήμερο, ώστε βγήκε από τον φυσικό της τόπο και αφού ήρθε ως εκεί που βρισκόταν το λείψανο (αυτό φαίνονταν πως το τιμά και το σέβεται), έπλυνε το Μαρτυρικό αίμα που έτρεχε από αυτό, με τρόπο που έγινε ολόκληρη σαν ένας κόκκινος αφρός από κιννάβαρι. Και καθώς ανέβαινε από τους τοίχους του τζαμιού των Αγαρηνών και του κουμερκίου τους, ζητούσε να τα γκρεμίσει και τα δύο με τα κύματά της. Βλέποντας αυτό το φοβερό θαύμα οι Οθωμανοί και φοβούμενοι μήπως καταποντισθεί ολόκληρη η πόλη τους, έτρεξαν αμέσως και εξανάγκασαν τους Χριστιανούς να έρθουν και πήραν με τιμή και θάρρος το ιερό εκείνο σώμα και φέρνοντάς το στην Εκκλησία το έθαψαν εκεί, όπου και σήμερα βρίσκεται, και αμέσως ησύχασε η θάλασσα και ειρήνευσε πάλι, αφού καθάρισε σαν δούλη το αγιότατο αίμα του Μάρτυρα.
Μετά το θάνατο του σώματος, δοξάζοντας ο Θεός τον Μάρτυρα και την θεία πίστη του, ενήργησε ένα τέτοιο θαύμα: τρεις ολόκληρες νύχτες φαίνονταν ένας στύλος φωτιάς από τον ουρανό ως τον τάφο του Αγίου και όλη η πόλη έφεγγε από ένα γλυκύτατο φως που χύνονταν τριγύρω από εκείνο τον πύρινο στύλο. Από τότε, εις παντοτινή μνήμη εκείνου του αρρήτου φωτός και του θαύματος, μέχρι σήμερα, κάθε Παρασκευή απόγευμα, οι Χριστιανοί της περιοχής συνηθίζουν να πηγαίνουν στον τάφο του Μάρτυρα, πλήθος ανδρών, γυναικών, παιδιών και μάλιστα αρρώστων και ασθενών και προσφέροντας κεριά και λαμπάδες και θυμιάματα, κάνουν μια μεγάλη φωτοχυσία και γίνονται άπειρα θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και βασιλείας. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κατά το έτος 1527, στις 14 Σεπτεμβρίου,
Μαρτύρησε ο Όσιος Μακάριος
(Από το νέο μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου)

Μακάριος συ και μακάρων εις τόπον,
θανών απήλθες δια του μαρτυρίου.

Αυτός ο αοίδιμος ποια είχε πατρίδα και ποιους γονείς, δε μας το φανέρωσε η ιστορία του. Το ότι όμως υπήρξε μαθητής του Αγιοτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίου Νήφωνος, ωραίος στο σώμα και ωραιότερος στην ψυχή, και ότι έδωσε μαρτυρικό τέλος, το βρίσκουμε γραμμένο στον βίο του ίδιου Αγιοτάτου Νήφωνος. Αυτός λοιπόν, ο πραγματικά μακάριος, υπήρξε ένας από τους μεγάλους αγωνιστές της κατά Χριστόν άσκησης και φύλακας της ακρίβειας του μοναχικού βίου και εξολοκλήρου ζηλωτής των αρετών του δασκάλου του, Αγίου Νήφωνος. Κι αφού έφτασε στο άκρο και το τέλειο της θείας αγάπης, φλεγόταν κάθε μέρα η καρδιά του και ποθούσε να αξιωθεί να τελειώσει τη ζωή του με μαρτυρικό θάνατο. Κι έτσι, φανέρωσε αυτόν τον πόθο και τον ένθεο σκοπό του στον Άγιο, που βρισκόταν τότε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, κατά τη δεύτερη φορά που πήγε στο Άγιο Όρος. Κι εκείνος, αφού άκουσε τον σκοπό του και κατάλαβε ότι προέρχεται από θέλημα Θεού, του είπε: «πήγαινε, παιδί μου, στην οδό του μαρτυρίου, γιατί με την προθυμία σου πρόκειται να αξιωθείς να λάβεις τον στέφανο της άθλησης και να αγάλλεσαι αιώνια μαζί με τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Κι αφού έκανε ευχή και τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού, τον καταφίλησε και τον άφησε να φύγει εν ειρήνη.
Κι ο ευλογημένος Μακάριος, αφού οπλίστηκε με τις ευχές του Αγίου, βγήκε χαρούμενος από το Όρος και έτρεχε για να φτάσει στον ποθητό αγώνα. Πηγαίνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, σκέφτηκε και στάθηκε εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος Οθωμανών και δίδασκε με θάρρος ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και κατέβηκε από τους κόλπους του Πατρός και έγινε για χάρη μας άνθρωπος και στη συνέχεια διηγούνταν τα πάντα για την ενσάρκωση του Χριστού. Εκείνοι όμως, αφού τα άκουσαν αυτά, όρμησαν κατά πάνω του με μαχαίρια και ξύλα και χτυπώντας τον, τον καταπλήγωσαν σε όλο του το σώμα τόσο, ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τις πληγές. Έπειτα τον έριξαν στη φυλακή. Το πρωί συγκεντρώθηκαν και έφεραν τον Μάρτυρα στο δικαστήριό τους και άρχισαν να τον κολακεύουν με σκοπό να τον κάνουν με δώρα να αλλάξει την πίστη του Χριστού με τη θρησκεία τους. Αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού απαντούσε με θάρρος λόγου: «μακάρι κι εσείς κάποτε να γνωρίσετε την αληθινή πίστη τη δικιά μας, των Χριστιανών, που δε μπορείς να την κατηγορήσεις και να βαπτίζεστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την Αγία Τριάδα, και να ελευθερώνεστε από την πλανεμένη θρησκεία σας». Αυτά αφού τα άκουσαν εκείνοι, τον άρπαξαν αμέσως και χτυπώντας τον και με μαχαίρια κεντώντας το σώμα του και καταπληγώνοντάς το, στο τέλος του έκοψαν την τίμια κεφαλή του και έτσι έλαβε ο Όσιος τον στέφανο του μαρτυρίου. Και στον Άγιο Νήφωνα που βρισκόταν στο Βατοπέδι αποκαλύφθηκαν αυτά από το Άγιο Πνεύμα και λέει στον άλλον τον μαθητή του, τον Ιωάσαφ: «να ξέρεις παιδί μου, ότι ο συνάδελφός σου Μακάριος τελείωσε σήμερα με Μαρτύριο και πηγαίνει να χαίρεται στους Ουρανούς, με τις συνοδείες των Οσίων και των Μαρτύρων».
Ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Ουρανίου μακαριότητος. Αμήν.

Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος

Στις 5 Φεβρουαρίου 1774, μέρα Τετάρτη,
μαρτύρησε ο Αγ. Αντώνιος ο Αθηναίος.
Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς
Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς.
Αυτός ο νεοφανής Μάρτυρας του Χριστού ήταν από την περίφημη Αθήνα και οι γονείς του, που ονομάζονταν Μήτρος και Καλομοίρα, ήταν πάμπτωχοι και άγνωστοι. Κι αφού ανατράφηκε από αυτούς θεοσεβώς και έμαθε τα ιερά γράμματα, όταν έγινε δώδεκα χρονών, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του να είναι τόσο φτωχοί κι επειδή δεν έτυχε να μάθει κάποια άλλη τέχνη, παρέδωσε τον εαυτό του για δούλο με μισθό σε κάποιους Αρβανίτες Τούρκους, που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα, και από αυτόν τον μισθό βοηθούσε τους γονείς του. Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, ήρθε η Ρωσσική αρμάδα στον Μωριά το 1805, κι επειδή τα αφεντικά του πήγαν για να κουρσεύσουν και να σκλαβώσουν τους Χριστιανούς του Μωριά, τους ακολούθησε και ο Αντώνιος. Και πηγαίνοντας εκεί, πουλήθηκε σκλάβος από τους Αρβανίτες αφέντες του σε κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι, αφού τον αγόρασαν, τον τιμώρησαν με διάφορους βασανισμούς για να τον εκτουρκίσουν, αλλά δεν το κατάφεραν. Κι έτσι, τον πήραν μαζί τους στο τουρκικό στράτευμα, που βρισκόταν τότε στον Δούναβη ποταμό, και εκεί, πουλήθηκε ο ευλογημένος πέντε φορές από αφέντες σκληρότερους, μεταπωλούμενος σε άλλους σκληρότερους και μεταγοραζόμενος, ο καθένας από τους οποίους δοκίμασαν να στρέψουν τον Άγιο στη θρησκεία τους, πότε με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες και διάφορα παιδέματα, αλλά μάταια κοπίασαν, επειδή ο γενναίος Αντώνιος ήταν γερά στερεωμένος στην ευσέβεια.
Στη συνέχεια, πουλήθηκε σε έναν ορθόδοξο Χριστιανό, μεταξουργό στην τέχνη, για τετρακόσια γρόσια, μαζί με τον οποίο πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε σπίτι, γυναίκα και εργαστήριο, και βρισκόμενος εκεί, πήγε ο Άγιος σε πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και με κατάνυξη και συντριβή καρδιάς, μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο στο Τουμπιαλί, και από τότε υπηρετούσε πρόθυμα τον αφέντη του, σαν αρεστός δούλος. Μια μέρα όμως, βλέπει ο Άγιος ένα όνειρο που τον δυνάμωσε στο Μαρτύριο. Είδε δηλαδή, μια γυναίκα ωραία στην όψη, η οποία υπόσχονταν σε αυτόν ότι θα του δώσει βοήθεια και δύναμη σε κάθε κίνδυνο, και του έλεγε να μη φοβάται, αλλά να στέκει ανδρείος, και αφού είπε αυτά, τον σκέπασε με το φόρεμά της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος, διηγήθηκε το όνειρο στην κυρία του και συμπέρανε από αυτό ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ενώ εκείνη του έλεγε να μη φοβάται από τα όνειρα. Όταν λοιπόν ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφέντη του, όπως συνήθιζε, και εκεί που καθόταν, έτυχε να περάσει ο τελευταίος Αγαρηνός αφέντης του (ο οποίος ήταν χιλίαρχος και άρχοντας) και τον αναγνώρισε και αμέσως άρχισε να φωνάζει για τον Άγιο ότι έφυγε από αυτόν παρά τη θέλησή του, και πως ήταν Τούρκος προηγουμένως και τώρα έγινε πάλι Χριστιανός, και αμέσως έφερε πολλούς μάρτυρες για αυτό. Κι αυτοί όρμησαν κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και τον πήγαν στον δικαστή της Ρούμελης, Μουράτ Μουλάν, δίνοντας μαρτυρία για αυτόν, ότι πραγματικά είχε εκτουρκιστεί. Ο κριτής ρώτησε τον Άγιο αν είναι αλήθεια όλα αυτά που τον κατηγορούν. Κι αυτός χωρίς να δειλιάσει καθόλου, απάντησε με θάρρος ότι γεννήθηκε από Χριστιανούς γονείς και είναι Χριστιανός και ότι δεν αρνήθηκε τον Χριστό, αλλά μάλιστα είναι έτοιμος να δεχτεί, αν είναι δυνατό, μυριάδες θανάτους για τον Χριστό.
Αφού τα άκουσε αυτά ο κριτής, άρχισε πρώτα να τον δοκιμάζει με ταξίματα, λέγοντάς του ότι αν δεχτεί τον εκτουρκισμό, έχει να αποκτήσει πλούτο και τιμές από τον βασιλιά. Επειδή όμως έβλεπε τον Άγιο να περιγελά και να κοροϊδεύει σαν όνειρα όλα αυτά, άρχισε να τον φοβερίζει με άγριο βλέμμα λέγοντάς του ότι θα τον βασανίζει ανυπόφορα και θα τον θανατώσει ελεεινά. Ο μάρτυρας όμως έλεγε «μη νομίζει ότι μπορείς να μου αλλάξεις την πίστη του Χριστού με αυτές σου τις φοβέρες και γι’ αυτό βασάνιζε, μαστίγωνε και κομμάτιαζε το σώμα μου και σκέψου και κανέναν άλλον καινούργιο και οδυνηρότατο θάνατο για μένα, επειδή πιο πιθανό είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ ότι είναι Υιός Θεού και αληθινός Θεός».
Ακούγοντας αυτά ο κριτής και θαυμάζοντας την παρρησία του Αγίου, αντί να θυμώσει μαζί του, θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες Αγαρηνούς ονομάζοντάς τους πονηρούς και ψεύτες, ότι εκβιάζουν τους ανθρώπους να εκτουρκιστούν με συκοφαντίες και ψεύδη. Κι επειδή εκείνοι επέμεναν να καταμαρτυρούν και να φωνάζουν να θανατώσει τον Μάρτυρα, ο κριτής, αφού πήρε τον Άγιο παραπέρα από τους άλλους, του έλεγε πρόσωπο με πρόσωπο: «λυπήσου νέε τη νιότη σου και για την ώρα αρνήσου την πίστη σου, και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις και έχε την πίστη σου». Ο Μάρτυρας όμως του Χριστού, φοβούμενος τον λόγο του Κυρίου που είπε ότι όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς, δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό ούτε καν χαμηλόφωνα, αλλά φώναζε ότι είναι Χριστιανός και προτιμά να πεθάνει για τον Χριστό. Τέλος πάντων, βλέποντας ο κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρες εκείνους μπορεί να ξεφορτωθεί, ούτε τον Μάρτυρα να μεταστρέψει από την πίστη του Χριστού, θέλοντας και μη, εξέδωσε την έγγραφη απόφαση κατά του Αγίου, την οποία έστειλε κρυφά στον τότε βεζύρη Μεχμέτ Μελέκ πασά με άνθρωπο έμπιστο δικό του, φανερώνοντάς του ότι αυτή η απόφαση είναι άδικη και αυτός αναγκάστηκε να την εκδώσει.
Κι ο βεζύρης, αφού έφερε μπροστά του τον Μάρτυρα και τον ρώτησε τα ίδια και τον παρακίνησε να τουρκέψει άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές και φοβέρες και αφού άκουσε από αυτόν όσα και ο μουλάς είχε ακούσει προηγουμένως, κατάλαβε από αυτά ότι όλα εκείνα που οι κατήγοροι τον κατηγορούσαν ήταν ψέμματα και συκοφαντίες και έκρινε σωστό να ελευθερώσει τον δίκαιο. Επειδή όμως φοβούνταν τη βαρβαρότητα και την ορμή του πλήθους των Αγαρηνών, οι οποίοι μπορούσαν να φέρουν τα πάνω κάτω λόγω της δεισιδαιμονίας της θρησκείας τους, για αυτό έβαλε τον Άγιο στη φυλακή του μουχζούρ αγά, φαινομενικά για να τον εξετάσει για δεύτερη φορά, στην πραγματικότητα όμως για να τον γλιτώσει από τον κίνδυνο. Κι ο Μάρτυρας, όταν βρισκόταν στη φυλακή ήταν υπερβολικά χαρούμενος και εύθυμος και τους Χριστιανούς που έτυχε για άλλες αιτίες να είναι μαζί του στη φυλακή, τους δίδασκε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και τους πειρασμούς και για την ευσέβεια και τον Χριστό να προτιμούν τον θάνατο. Και έδινε ο Χριστομίμητος στους φτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα λίγα που είχε, και στον αφέντη του τον Χριστιανό έστειλε γράμμα στο οποίο πρώτα ζητούσε από όλους τους Χριστιανούς συγχώρεση και τις ευχές των ιερέων, για να τον δυναμώσουν στο Μαρτύριο, κι έπειτα ευχαριστούσε τον αφέντη του, επειδή εκείνος έδωσε τόσα χρήματα και τον εξαγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν τον υπηρέτησε κι ούτε μπόρεσε να του ξεπληρώσει αυτή του την χάρη και ευεργεσία. Τέλος, τον παρηγορούσε να έχει θάρρος, γιατί δεν πρόκειται να αρνηθεί την ευσέβεια και ότι, αφού πεθάνει για τον Χριστό, τον παρακαλεί να του κάνουν τα συνηθισμένα για τους κεκοιμημένους μνημόσυνα, και να μηνύσει στους γονείς του το μακάριο τέλος που έλαβε ο γιος τους, για να παρηγορηθούν.
Ο Μάρτυρας λοιπόν, τόση χαρά είχε να πεθάνει για την ευσέβεια, ενώ και εκείνοι οι κατήγοροι οι ψευδομάρτυρες πήγαιναν συχνά στον βεζύρη ζητώντας τον να θανατώσει τον Άγιο. Έπειτα, βλέποντας πως εκείνος κλίνει προς τη φιλανθρωπία και μόνο αναβάλλει την υπόθεση, θύμωσαν και δίνουν αναφορά στον βασιλιά σουλτάνο Απδούλ Χαμίδ, κατηγορώντας μεν τον Μάρτυρα ότι αρνήθηκε την πίστη του, κατηγορώντας δε και τον ίδιο τον βεζύρη ότι δωροδοκήθηκε και θέλει να τον ελευθερώσει. Κι ο βασιλιάς, επειδή φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους και παράλληλα αναλογιζόταν και τα πολιτικά πράγματα της βασιλείας του ότι ήταν αδύναμα και αστερέωτα και γεμάτα υποψίες για τον ρωσσικό πόλεμο, που τότε ακολούθησε, έβγαλε απόφαση κατά του Μάρτυρα, ή να γίνει Τούρκος, ή να θανατωθεί. Ο βεζύρης λοιπόν, θέλοντας και μη, βγάζει τον Άγιο από την φυλακή κα και τον ρωτά κοφτά, ή να αποδεχτεί τον Μωάμεθ ως προφήτη Θεού, ή να ακολουθήσει τον δήμιο και να αποκεφαλιστεί. Τότε ο αληθινός Μάρτυρας του Χριστού Αντώνιος χάρηκε, όπως χαίρονται αυτοί που βρίσκουν θησαυρό, και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, με χαρούμενο πρόσωπο έτρεχε προς τον θάνατο, σαν σε πανηγύρι, και πηγαίνοντας στο Ακ σαράι, κλίνει το κεφάλι και λέγοντας «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»,αποκεφαλίζεται, ενώ ο δήμιος χτύπησε με το σπαθί τρεις φορές τον ιερό του τράχηλο, μήπως και προδώσει την ευσέβειά του επειδή δεν θα μπορούσε να υποφέρει τον πόνο. Βλέποντας όμως, ότι μάταια κοπιάζει, τον έσφαξε ο αλιτήριος σαν πρόβατο και έτσι ο αοίδιμος έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου. Και οι Χριστιανοί της Βλάγκας αγόρασαν το λείψανό του για εβδομήντα γρόσια και παίρνοντάς το  με μεγάλη πομπή και παρρησία και επινίκια άσματα πήγαν έξω, στη Ζωοδόχο Πηγή και το ενταφίασαν,  με τις πρεσβείες του οποίου μακάρι να αξιωθούμε τη βασιλεία των ουρανών. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος ο Παντοπώλης


Άγιος Νικόλαος ο Παντοπώλης
 ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΠΩΛΟΥ
Εξαπάτησις
Ο Νικόλαος, ο ένδοξος νεομάρτυρας του Χριστού, γεννήθηκε στο Καρπενήσι της Ευρυτανίας από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Οι γονείς του τον ανάθρεψαν πολύ καλά και χριστιανικά και τον έστειλαν στο σχολείο, όπου και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δέκα πέντε ετών τον πήρε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν παντοπώλης και τον είχε στο εργαστήρι του σ’ ένα μέρος που λεγόταν Ταχτά Καλέ.
Απέναντι απ’ το εργαστήρι του είχε το κουρείο του ένας Αγαρηνός φίλος του πατέρα του και που ήξερε καλά τα τουρκικά γράμματα. Σ’ αυτόν λοιπόν έστειλε τον Νικόλαο ο πατέρας του για να μάθει και τουρκικά γράμματα. Αυτό φυσικά ήταν πολύ επικίνδυνο και μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες για τον νέο και να τον χωρίσει σιγά - σιγά απ' την πίστη του Χριστού.
Στον Νικόλαο όμως έγινε εντελώς το αντίθετο. Καθώς, λοιπόν, διδασκόταν τα τουρκικά γράμματα και όπως ήταν πολύ έξυπνος, τα μάθαινε τόσο γρήγορα κι εύκολα, ώστε τον θαύμαζε ο δάσκαλός του και τον φθονούσε για τη γρήγορη πρόοδό του. Έτσι, έβαλε στο μυαλό του και πήρε την απόφαση αν βρει τρόπο να τουρκέψει τον νέο, να τον κάνει δηλαδή Μωαμεθανό. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής κακούργημα.
Μία μέρα φώναξε κι άλλους Τούρκους, αυτούς που τους έλεγαν Γενίτσαρους. και τους είπε:
- O παντοπώλης αυτός έχει ένα γιο πολύ φρόνιμο και πολύ έξυπνο στα γράμματα, τόσο, ώστε μόλις του παραδώσω το μάθημα το μαθαίνει αμέσως. Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, να βοηθήσετε και σεις για να τουρκέψουμε ένα τέτοιο προκομμένο παιδί.
Βρήκε ακόμη και τον τρόπο αυτός και τους τον εξήγησε κι εκείνοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον βοηθήσουν σ’ αυτό όσο μπορούν.
Έπειτα από λίγες μέρες έγραψε ο κουρέας το σαλαβάτι, δηλαδή την ομολογία της πίστεώς τους, και το είχε έτοιμο. Όταν ήρθε για το μάθημα ο Νικόλαος, όπως συνήθιζε, αφού του παρέδωσε το μάθημα ο δάσκαλος, στο τέλος του έδωσε στα χέρια το σαλαβάτι και του είπε μπροστά στους Γενίτσαρους που είχαν έρθει εν τω μεταξύ.
- Διάβασε αυτόν τον τεσκερέν.
Πήρε το γράμμα ο Νικόλαος, χωρίς να ξέρει ότι είναι το σαλαβάτι τους, και το διάβασε. Αμέσως εκείνοι οι Τούρκοι, σύμφωνα με την εντολή του κουρέα, φώναξαν και του είπαν:
- Έγινες Τούρκος, Νικόλαε, γιατί διάβασες το σαλαβάτι.
Ξαφνιάστηκε από το τέχνασμα ο Νικόλαος και είπε:
- Είμαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός, όπως λέτε εσείς. Εγώ είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλός μου.

Στον κριτή
Εκείνοι τότε άρπαξαν τον νέο και τον οδήγησαν με τη βία στον καϊμακάμη, δηλαδή στον επίτροπο του Βεζύρη. Όταν τον πήγαν, λοιπόν, στον καϊμακάμη άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν κι άλλοι κατηγορούσαν κι έλεγαν:
- Αυτός ο άνθρωπος, αφέντη, έκανε σαλαβάτι μπροστά μας κι αν θέλεις να βεβαιωθείς για την αλήθεια δες και τον τεσκερέ που το έχει γραμμένο και το διαβάζει κάθε ώρα. Τώρα τον παρακινούμε να γίνει Τούρκος κι αυτός κοροϊδεύει την πίστη μας.
- Νικόλαε, αφού έγραψες και διαβάζεις το σαλα­βάτι, γιατί έπειτα δε γίνεσαι Τούρκος; του είπε ο καϊμακάμης.
 Τότε χωρίς καμιά δειλία και με τόνο πολύ έντονο αποκρίθηκε στον κριτή ο Νικόλαος.
- Σήμερα, ύστερα απ' το μάθημα, ο δάσκαλός μου μου έδωσε κι αυτό το γράμμα και μου είπε να το διαβάσω, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι είναι το σαλαβά­τι σας. Εγώ, νόμιζα ότι επειδή είναι δάσκαλός μου είμαι υποχρεωμένος να διαβάσω ότι γράμμα μου δώσει.
- Επειδή, Νικόλαε, διάβασες το σαλαβάτι πρέπει να γίνεις Τούρκος, ξαναείπε ο κριτής. Εγώ έπειτα θα σού δώσω μεγάλο αξίωμα, όποιο θέλεις. Θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στα βασίλεια.
- Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου πιστεύω Θεό αληθινό, απάντησε ο Άγιος. Οι τιμές και τα αξιώματα που μου υπόσχεσαι δε μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Στο Χριστό πιστεύω. για το όνομά Του πεθαίνω.Τούρκος δεν γίνομαι.

Περιτομή με τη βία
 Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι δεν κατορθώνει τίποτε, κάνει το εξής: Διατάζει να δέσουν τα χέρια του πίσω και να τον κρεμάσουν σ’ ένα στύλο του μεγάρου του κι έπειτα του λέει:
- Νικόλαε, δες τι πρόκειται να σου κάνομε. Γι' αυτό γίνε με το καλό Τούρκος.
- Είσαι εξουσιαστής, γι' αυτό κάνε ότι θέλεις, απάντησε ο νέος. Εγώ είμαι Χριστιανός. Δε λέει το κιτάπι σας (το Κοράνιο) να μη κάνετε Τούρκο με τη βία κανένα;
Τότε έδωσε διαταγή ο κριτής να του κάνουν περιτομή νομίζοντας ότι θα πεισθεί έτσι και θα ομολογήσει τη θρησκεία τους σαν αληθινή. Αυτός όμως πιο έντονα ακόμη φώναζε:
- Γιατί με κόβετε; εγώ είμαι Χριστιανός. Στον Χριστό μου πιστεύω σαν Θεό αληθινό. Και το σώμα μου όλο αν το κατακόψετε σε μικρά κομματάκια τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Σ' αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν έχω βοηθό, που στέκεται αόρατα και με δυναμώνει.
- Συ έκανες σαλαβάτι, Νικόλαε, του είπαν πάλι οι Τούρκοι, κι εμείς σου κάναμε περιτομή, τώρα είσαι Τούρκος.
- Ψέματα λέτε. εγώ είμαι Χριστιανός και μόνο στον Χριστό μου πιστεύω, ήταν η σταθερή απάντηση του Αγίου.

Φυλάκιση και βασανιστήρια
 Βλέποντας ο καϊμακάμης ότι ούτε και με την περιτομή δεν κατόρθωσε τίποτε, έδωσε διαταγή να τον βάλουν στη φυλακή των κακούργων και των φονιάδων δίνοντας παραγγελία στους φύλακες να μη του δώσουν ούτε ψωμί, ούτε νερό. Έτσι έμεινε στη φυλακή εξηνταπέντε μέρες. Έπειτα τον αποφυλάκισαν και τον πήγαν πάλι στον καϊμακάμη, ενώ το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο και λαμπρό σαν να ήταν σε συμπόσιο γάμου. Οι κατήγοροί του εν τω μεταξύ φώναζαν:
- Ή να γίνει Τούρκος ή να θανατωθεί.
Ο καϊμακάμης τον ρώτησε πάλι αν τυχόν μετανόησε και δέχεται την πίστη του Μωάμεθ. Αυτός όμως πήρε περισσότερο θάρρος και με μεγαλύτερη τόλμη φώναζε:
- Είμαι Χριστιανός και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμαι των Χριστό μου κι αν μου κάνετε μύρια βασανιστήρια.
Τον φυλάκισαν, λοιπόν, πάλι και συχνά τον έδερναν αλύπητα. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή και μαστιγωνόταν άσπλαχνα απ' τους αιμοβόρους δημίους, τον επισκέφθηκε ο Αγαρηνός που ήταν ιδιοκτήτης του εργαστηρίου κι επειδή ήταν πάμπλουτος του υποσχόταν να του δώσει την θυγατέρα του μαζί με πολύ μεγάλη προίκα και εργαστήρια με μεγάλη αξία, αν γινόταν Τούρκος. Αυτά όμως όλα τα θεώρησε ο Νικόλαος σαν όνειρα και σκιά και σκόνη.
- Εγώ, έλεγε, έχω πλούτο που δεν μπορούν να τον κλέψουν μέσα στην καρδιά μου, την πίστη του Χριστού μου. Αυτός μου έχει ετοιμάσει στον ουρανό δόξα αμάραντη και τιμή ανυπέρβλητη, χαρά και βασιλεία ατέλειωτη, που για το πολλοστημόριό της δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος.
Όταν τ' άκουσε αυτά απ' το Μάρτυρα ο Αγαρηνός, έφυγε άπρακτος. Έπειτα πάλι με διαταγή του καϊμακάμη αποφυλάκισαν τον Άγιο και τον πήγαν στον κριτή. Ο κριτής βλέποντάς τον πολύ νέο και το πρόσωπό του φωτεινό άρχισε με πολλή ημερότητα να τον κολακεύει.
- Άκουσέ με, νέε μου, και μη θέλεις τόσο πρόωρα να χάσεις τη ζωή σου. Έλα στην πίστη μας και τότε θα καταλάβεις την ωφέλεια και το καλό της επειδή τώρα είσαι ανήλικος και δε μπορείς να καταλάβεις την αλήθεια.
- Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, επανέλαβε με θάρρος πάλι ο μάρτυρας. Γιατί καθυστερείτε; Αυτή τη χάρι μόνο σας ζητώ, να μου δώσετε όσο γίνεται γρηγορότερα τον θάνατο.

Μαρτύριο
 Ακούγοντας αυτά ο κριτής και βλέποντας απ' την ασάλευτη στάση του ότι δεν ήταν δυνατό να τον αλλάξει απ' την πίστη του Χριστού, για να μη ντροπιάζεται περισσότερο, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Τον παρέδωσε, λοιπόν, στον έπαρχο κι εκείνος τον έδεσε και τον έφερε στο εργαστήρι του, στον Ταχτά Καλέ. Περνώντας απ' εκεί ο Μάρτυρας ήταν όλος χαρά και το πρόσωπό του άστραφτε σαν να πήγαινε σε γάμο κι όχι στον θάνατο.
Όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο του Μαρτυρίου γονάτισε ο Άγιος και όσο μπορούσε άπλωσε το λαιμό του, για να τον αποκεφαλίσει ο δήμιος εύκολα και γρήγορα. Του έκοψαν το κεφάλι ενώ προσευχόταν στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1672 και έτσι πήρε το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Μερικοί Χριστιανοί πήγαν στον κριτή και του έδωσαν αρκετά χρήματα, για να πάρουν το Άγιο λείψανο. Έπειτα το μετέφεραν και το έθαψαν με ευλάβεια στο Μοναστήρι της Παναγίας που ονομάζεται Χάλκη.
Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα το μαρτυρικό του Αγίου και θεραπεύτηκαν πολλές αρρώστιες. Κάποιος ευλαβής πήρε το μαντήλι που είχαν δεμένα τα μάτια του Μάρτυρα, όταν τον αποκεφάλισαν, όπως ήταν συνήθεια, κι αφού το έβαλε πάνω σε κάποιον άνθρωπο που είχε θέρμη χρόνια, τον γιάτρεψε αμέσως με τη χάρη και τη μεσιτεία του Αγίου.
Η Εκκλησία μας τιμά και γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρα Νικολάου στις 23 Σεπτεμβρίου.

Ο Άγιος Αχμέτ


Ο Άγιος Αχμέτ
Κατά το έτος 1682, στις 3 Μαΐου, Εμαρτύρησε στο Βυζάντιο ο Αχμέδ κάλφας Δηλαδή ο γραφέας του Δευταρδάρη, ο επικαλούμενος Πατ σουρούνης, το μαρτύριο του οποίου συνέγραψε κάποιος ανώνυμος συγγραφέας.
(Από το Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου)
Πάντων μεγίστη πίστις Ιησού πέλει, 
Αχμέδ βοήσας πάμμεγα στέφος δέχη.
 
Αυτός έχοντας μια Ρωσσίδα σκλάβα είχε σχέσεις μαζί της, την άφηνε όμως να πηγαίνει στην Εκκλησία των Χριστιανών στις επίσημες μέρες∙ επειδή όμως, όταν εκείνη επέστρεφε από την Εκκλησία, αυτός αισθανόταν μια άρρητη ευωδιά να βγαίνει από το στόμα της, την ρώτησε τι τρώει και μυρίζει έτσι∙ εκείνη του είπε ότι τρώει αντίδωρο και πίνει αγιασμό. Αφού τα άκουσε αυτά, προσκαλεί έναν εφημέριο της Μεγάλης Εκκλησίας και του λέει να ετοιμάσει μέρος να πάει αυτός, όταν λειτουργούσε ο Πατριάρχης ∙ και αφού έγινε αυτό, έβλεπε - ώ του θαύματος! - όταν ευλογούσε ο Πατριάρχης τον λαό και έβγαιναν από το κριτήριο και από τα δάκτυλά του ακτίνες, και έπεφταν πάνω στα κεφάλια όλων των Χριστιανών, όχι όμως στο δικό του. Μόλις είδε αυτό το θαυμαστό, φωνάζει τον ιερέα και βαπτίζεται Χριστιανός, και ήταν κρυφά Χριστιανός για αρκετό καιρό∙ όταν όμως σε μία συγκέντρωση συζητούσαν οι ευγενείς ποιος άραγε να έχει τη μεγαλύτερη δύναμη, και ρώτησαν και αυτόν, αυτός φώναξε όσο μπορούσε∙ την πιο μεγάλη δύναμη από όλα έχει η πίστη των Χριστιανών∙ και ομολόγησε τον εαυτό του Χριστιανό, και αφού κήρυξε με θάρρος όλο το Μυστήριο της ενσάρκου ομολογίας του Χριστού, δέχτηκε το μακάριο τέλος του Μαρτυρίου.

Μαρτύριο είκοσι τριών Τούρκων στα Θυάτειρα


Μαρτύριο είκοσι τριών Τούρκων στα Θυάτειρα
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ*
Αφορά το ευκλεές μαρτύριο είκοσι τριών Τούρκων στα Θυάτειρα, πόλη περίφημη και η οποία μνημονεύεται από τον Απόστολο Ιωάννη στην    Αποκάλυψη του, είναι ακόμη απ' τις πιο πολυάνθρωπες τη Μ. Ασίας, δεδομένου ότι είχε περισσότερους από 200.000 κατοίκους, παρόλο που η πανώλη, το έτος 1656, θανάτωσε πάνω από 50.000. Ο Θεός, στην εποχή μας, διάλεξε αυτήν την πόλη να γίνει το στάδιο 23 αθλητών του Ιησού Χριστού, που θέλησε να τους στεφανώσει με αθάνατη δόξα, έπειτα από πολύ περισσότερους αγώνες, που ήταν φυσιολογικό να το περιμένουμε από τέτοιους ανθρώπους.
Και να το θέμα:
Υπήρχε σ' αυτήν την πόλη ένας σεΐχης ή δάσκαλος του μωαμεθανικού νόμου, ο οποίος, επειδή ήταν άριστος γνώστης του νόμου, είχε μεγάλη αυθεντία, του έδειχναν εμπιστοσύνη και πολλοί θεωρούσαν τιμή τους να συγκαταλέγονται στους μαθητές του, με αποτέλεσμα να έχει σχολή με πάνω από 150 νέους άνδρες (μαθητές) ηλικίας 25-30 ετών, οι οποίοι φοιτούσαν για ν' αποκτήσουν τις ικανότητες των δικαστών και να γίνουν μια μέρα καδήδες. Αυτός ο σεΐχης, που είχε γεράσει διαβάζοντας το Κοράνιο, παρατήρησε ότι ο προφήτης του δεν απέρριψε την Καινή Διαθήκη, αλλ' αντιθέτως ότι ο Θεός μίλησε δια του Ιησού Χριστού και του Μωϋσέως.είχε την περιέργεια να δει τι περιέχουν τα Ιερά Ευαγγέλια και από την Θεία Πρόνοια, όλως ιδιαιτέρως, βρήκε μία Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στα αραβικά.
Δεν κατείχε για πολύ αυτήν την Ιερά Βίβλο, χωρίς να δεχτεί τον ουράνιο φωτισμό και χωρίς να αποκαλύψει τις χριστιανικές αλήθειες, οι οποίες επενέργησαν τόσο δυνατά πάνω στο πνεύμα του, που τον ανάγκασαν να καταδικάσει ό,τι τους ήταν αντίθετο και να ενστερνιστεί ό,τι του πρόσταζαν να πράξει. Είναι αξιοθαύμαστος αυτός ο άνθρωπος, αγγιγμένος απ' τη Θεία Πρόνοια, που δεν έψαξε καθόλου να πληροφορηθεί πιο ιδιαίτερα την ωραιότητα της πίστεώς μας και δεν είχε καμμιά επικοινωνία με κανένα Χριστιανό για να μάθει τα Μυστήριά μας, απ' ότι τουλάχιστον είναι γνωστό. Μετέδωσε το φως, που έλαβε απ' τον ουρανό, σε πολλούς μαθητές του, ονομαστικά σ' αυτούς που ήξερε ότι είναι πιο ικανοί ν' αποδεχτούν τις αλήθειες και μπορούσαν να είναι έμπιστοι στο να κρατήσουν το μυστικό. Και με τους λόγους του και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έπεισε τους νέους ότι δε μπορούσαν ν' αποκτήσουν την σωτηρία έξω από το νόμο του Ιησού Χριστού, ο οποίος, από Υιός του Θεού, έγινε άνθρωπος, πέθανε για την σωτηρία των ανθρώπων, με την Ανάστασή Του θριάμβευσε του θανάτου και του Άδη και ήταν προορισμένος να βασιλέψει για πάντα στον ουρανό. Αυτοί οι νέοι κράτησαν το μυστικό για πολύ καιρό και συχνά μαζεύονταν για να συζητήσουν με το δάσκαλο τους το θέμα της σωτηρίας τους. Αλλά όπως είναι δύσκολο να κρύψεις για πολύ τη φωτιά χωρίς να αποκαλυφθεί από μόνη της, έτσι κι αυτοί οι νέοι σπουδαστές δε μπόρεσαν ν' αποκρύψουν την πίστη, που την είχαν στην καρδιά, που φαινόταν συχνά στα χείλη τους, στους λόγους τους, στις παρέες τους. Οι γονείς επίσης βλέποντας μια τόσο αξιοθαύμαστην αλλαγή στα παιδιά τους επιθυμούσαν να γνωρίσουν την αιτία.
Το πράγμα πήρε τέτοια έκταση, ώστε οι άνθρωποι της δικαιοσύνης, που ήταν πολύ προσεκτικοί σ' αυτό το θέμα, άκουσαν κάτι και για να καταστείλουν αυτό το πάθος στη γένεσή του, πλησίασαν το σεΐχη. Αρχικά προσπάθησαν να τον κερδίσουν με ήπιο τρόπο μη θέλοντας να χάσουν έναν άνδρα τέτοιας αξίας. Του υπέδειξαν την εκτίμηση, που έτρεφαν γι' αυτόν, με το να του εμπιστευθούν την ακμαία νεολαία της χώρας, του υποσχέθηκαν ν' αυξήσουν τα έσοδά του και ν' ανέλθει στις πρώτες βαθμίδες, αν ήθελε να βγάλει απ' την απάτη αυτούς που εξαπάτησε. Ήταν άνθρωπος, που γνώριζε καλά την σπουδαιότητα του πράγματος και την αυστηρότητα του νόμου τους για την τιμωρία τέτοιων καταστάσεων.
Πίστευαν πως έφθαναν αυτά που του είπαν, ώστε να τον επαναφέρουν στο καθήκον και να τον αναγκάσουν να αποκηρύξει την πίστη του. Αλλά ξαφνιάστηκαν πολύ, όταν τους αποκρίθηκε, με σοβαρό τρόπο και χωρίς να αλλάξει χρώμα, πως δεν ήταν σε μια ηλικία που μπορούσε να προδώσει τη συνείδησή του σε μιαν υπόθεση τόσο σοβαρή, που αφορούσε τη σωτηρία του και ότι όλα αυτά που είχε διδάξει σχετικά με τις αλήθειες του νόμου του Ιησού Χριστού ήταν πολύ βεβαιωμένα για να μπορεί να τα' αποκηρύξει. O καδής, έκπληκτος απ' αυτήν την απάντηση και κρίνοντας πως έπρεπε να τον εκφοβίσει με σωματικά βασανιστήρια, του είπε λυπημένος πως έπρεπε να διαλέξει ένα απ' τα δύο: ή ν' αλλαξοπιστήσει ή να πεθάνει με απηνή θάνατο. Αυτός ο σεβάσμιος γέροντας, κεντρισμένος από θείο ζήλο να ομολογήσει ενώπιον όλων την πίστη, που δέχτηκε από τον ουρανό, απάντησε στον καδή: «τι σκέφτεστε; Ότι οι τροχοί, οι αγχόνες, οι φωτιές και οι γέενες με εκφοβίζουν κι ότι θα διστάσω να πεθάνω για την αιώνια δόξα του Θεού μου και για την αλήθεια της πίστεως του Ιησού Χριστού; Μάθετε ότι είμαι έτοιμος να πεθάνω χίλιες φορές, αν μπορέσω να το κάνω, για την αγάπη Αυτού που πέθανε μια φορά για μένα. το θεωρώ τιμή να σημαδέψω με το αίμα μου την αλήθεια που δίδαξα κι αν θέλετε να μ' ακούσετε, θα σας κάνω να δείτε, ότι δεν απατώμαι μέσα στα αισθήματά μου κι ότι είναι ευτυχισμένοι αυτοί που εγκαταλείπουν το Μωάμεθ για να ζήσουν με τον Ιησού Χριστό». Σ' αυτά τα λόγια τού απαγόρευσαν να μιλήσει άλλο και τον ξυλοκόπησαν τόσο πολύ, ώστε του στέρησαν το μέσο για να συνεχίσει τα λόγια του, αλλά, αν αυτός σώπαινε, η όψη και η καρτερικότητα, που υπέδειξε να υπομείνει τόσους ξυλοδαρμούς σ' όλο του το σώμα, κλόνισε και τους δικαστές οι οποίοι, φοβούμενοι πως - αν συνέχιζαν να τον βασανίζουν δημόσια - ο λαός που σεβόταν πολύ αυτόν τον γέροντα, δε θα το δεχόταν κι ότι το παράδειγμά του θα ενέπνεε κι άλλους να τον μιμηθούν, αποφάσισαν μετά από πολλαπλά συμβούλια να τον στραγγαλίσουν στη φυλακή και να κάψουν το σώμα του δημόσια, πράγμα το οποίο εκτελέστηκε. η ωραία δε αυτή ψυχή πήγε στον ουρανό για να δεχτεί το στέφανο απ' το χέρι Αυτού, που τόσο γενναία είχε ομολογήσει.
Στο μεταξύ, προσπάθησαν να πληροφορηθούν απ' τους μαθητές του αν επέμεναν στην πίστη του δασκάλου τους. Μερικοί των μαθητών ήταν μακριά απ' την πόλη και κρυμμένοι απ' το φόβο των βασανιστηρίων. Άλλοι, όπως λέγεται, είχαν σκορπιστεί σε διαφόρους τόπους για  να κηρύξουν δημόσια τις αλήθειες, που διδάχτηκαν από το δάσκαλό τους. Συνέλαβαν απ' αυτούς είκοσι δύο και αποφάσισαν ή να τους αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσουν ή να τιμωρηθούν με τέτοια τιμωρία, ώστε κανείς να μην έχει την τόλμη να μιλήσει ή να διδάξει ένα τέτοιο δόγμα. Εκείνο που έφερε τους δικαστές να λάβουν αυτήν την απόφαση ήταν η μεγάλη συγκίνηση που επικράτησε σ' όλη τη χώρα μετά το θάνατο του σεΐχη. Όλοι μιλούσαν για το σεΐχη κι οι περισσότεροι υπέρ του.
Ο καδής προστάσσοντας να παρουσιάσουν μπροστά του τους είκοσι δύο αυτούς νέους τούς είπε ότι πρέπει τελεσίδικα να αποκηρύξουν τη λαθεμένη πίστη του δασκάλου τους ή διαφορετικά να χάσουν τη ζωή τους και να μην ελπίζουν πως θα τους μεταχειριστούν όπως το δάσκαλό τους, αλλά θα υποστούν τα πιο σκληρά βασανιστήρια. Αυτοί οι νεανίσκοι εκδήλωσαν αγαλλίαση στο άκουσμα των βασανιστηρίων και έδειξαν πως ήταν πολύ περισσότερο έτοιμοι να τα υποστούν, απ' ό,τι ο καδής τους εκφόβιζε. Ο καδής, έπειτα από μερικούς λόγους,, βλέποντας ότι ήταν τελείως αποφασισμένοι να εμμείνουν στην πίστη του Ιησού Χριστού, όπως και ο σεΐχης τους, τους άφησε στα χέρια των εκτελεστών της δικαιοσύνης για να πεθάνουν απηνέστατα.
Άλλους διαπέρασαν με βέλη, άλλους ανασκολόπησαν, άλλους έκαψαν ζωντανούς κι άλλοι τελειώθηκαν με φρικτό και οδυνηρό θάνατο κρεμασμένοι επί πολλές ώρες σε σιδερένια άγκιστρα. Έτσι, όλοι αυτοί οι γενναίοι αθλητές του Ιησού Χριστού τέλειωσαν την ένδοξη ζωή τους θριαμβεύοντας του θανάτου και των τυράννων.
Λέγεται ότι τα άγια λείψανα - από τον θάνατό τους - έκαναν πολλά θαύματα και ορισμένοι βεβαιούν πως ένας τυφλός βρήκε το φως του αγγίζοντας έναν από τους μάρτυρες, καθώς τον οδηγούσαν στο μαρτύριο. Ό,τι κι αν είναι, ο θάνατός τους εξέπληξε όλους τους μουσουλμάνους και παρηγόρησε πολύ τους χριστιανούς, που πίστευαν πως είναι ένας οιωνός της ευτυχίας τους. Πίστευσαν δε ότι ήταν η εκπλήρωση της προφητείας του Μάρκου Κυριακοπούλου - ότι πολλοί θα τον ακολουθήσουν κι ότι ήλθε ο χρόνος κατά τον οποίον ο Θεός αποφάσισε να πλύνει μέσα στο αίμα τα ονείδη της χώρας.
Σίγουρα είναι εύλογο, ότι ο ουρανός δε θα επέτρεπε να πέσει ένας τόσο καλός σπόρος πάνω σ' αυτή τη γη χωρίς να κάνει καλούς καρπούς και βλαστήματα τέτοια, που όλες οι άγιες ψυχές επιθυμούν να δουν εδώ και χρόνια. Ο Θεός να δώσει, ώστε ο αγρός που ποτίζεται με ένα τόσο γλυκό νερό να ξαναπάρει σύντομα την αρχαία του γονιμότητα και να δούμε το άγιο Όνομά Του παντού λατρευόμενο.
*Απόσπασμα από το έργο Auguste Carayon, Relations inedites des missions de la Compagnie de Jesus a Constantionople et dans le Levant au XII siecle, Poitiers - Paris 1864.

Η Αγία Ακυλίνα


Η Αγία Ακυλίνα
Από μια μεγάλη Αγία, ένας «πατέρας» προδότης και λιποτάκτης «χριστιανός»
Η ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ 
Η Αγία Ακυλίνα γεννήθηκε το έτος 1745 μ.Χ. στο Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι της σώζεται μέ­χρι και σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. 
Εδώ ζούσε μαζί με τους χριστιανούς γονείς της τον πατέρα της το Γιώργη και τη Μητέρα της που δυστυχώς δε διασώθηκε το όνομά της. Μια μέρα ο πατέρας της Ακυλίνας μάλωσε με ένα τούρκο και πάνω στο θυμό του μαχαίρωσε τον τούρκο και τον άφησε νεκρό. Όλο το χωριό αναστατώθηκε και όλοι οι Χριστιανοί τρομαγμέ­νοι έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν απ' την μα­νία των τούρκων για εκδίκηση. Ο Γιώργης καταδικάζε­ται σε θάνατο, οι τούρκοι θα τον κρεμάσουν. Αν όμως θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, υπάρχει λύση, αρκεί να τουρκέψει. Ο Γιώργης δειλιάζει μπρος στην κρεμάλα, προδίδει την πίστη του και υπόσχεται να τουρκέψει σιγά-σιγά και την οικογένειά του. 
Οι Χριστιανοί σαν το άκουσαν φαρμακώθηκαν: «Ακούς εκεί, να βρεθεί Ζαγκλιβερινός να προδώσει τη Πί­στη του!». Όλοι με ένα στόμα έλεγαν. 
Εκείνες όμως που φαρμακώθηκαν πιο πολύ, ήταν η Γυναίκα του και η Ακυλίνα. 
Ντυμένες και οι δυο στα μαύρα, κλείστηκαν μέσα και κλαίνε για τον πατέρα τους που έγινε προδότης της πίστεως και της πατρίδος. Άδικα η καλή του γυναίκα προσπαθεί να τον κάνει να συνέλθει, να Μετανοήσει, να Εξομολογηθεί. Αυτός τυφλωμένος από τα δώρα, ούτε θέλει ν' ακούσει για το Όνομα του Χριστού. 
Έτσι η μόνη παρηγοριά της Μάνας μένει τώρα η Ακυλίνα, και προσπαθεί να την αναθρέψει όσο πιο καλά γίνεται Χριστιανικά σα να διαισθάνονταν ότι θ' ακολου­θήσει το δρόμο του Μαρτυρίου. 
Και δεν άργησε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Το έτος 1764 μ.Χ. ο Γιώργης παίρνει διαταγή του πασά που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης να πείσει την κόρη του να γί­νει τουρκάλα, γιατί την είδε στη βρύση και θαμπώθηκε από την ομορφιά της ο γιος του και τη θέλει για γυναί­κα του. Χάρηκε ο Γιώργης γι' αυτή την μεγάλη τιμή, και τρέχει στο σπίτι του να της πει το μεγάλο νέο και τα μάτια του γυάλιζαν γι' αυτά που του έταξε ο πασάς. Η Ακυλίνα πάγωσε. Μάνα και Κόρη τον βγάζουν έξω από το σπίτι και ούτε θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά ο «τούρκος» δεν υποχωρεί εύκολα. Λυσσάει, στην αρχή με γλυκόλογα και υποσχέσεις, όταν όμως βλέπει την Α­κυλίνα να μένει ασυγκίνητη σε όλα αυτά, αλλάζει τακτι­κή και διατάζει βασανιστήρια. Η ατίμητη Μάνα την εμ­ψυχώνει γενναία λέγοντάς Την:
-Παιδί μου πρόσεχε, μην αρνηθείς το Χριστό. Αυτή η ζωή είναι πρόσκαιρη μπροστά στον Παράδεισο και στην Αιωνιότητα Της Μακαρίας Ζωής.

Τα μαρτύρια αρχίζουν.
Την γυμνώνουν, την χτυπούν, την μαστιγώνουν με βέργες και συρματένια σχοινιά. Το σώμα της γίνεται ό­λο μια πληγή. Το αίμα της χύνεται ποτάμι και βάφει τη Μακεδονική γη του Ζαγκλιβερίου. Η Ακυλίνα έχει τα μάτια στον Ουρανό και προσπαθεί να επαναλάβει:
«Χριστιανή είμαι και Χριστιανή θα πεθάνω».
Τρεις μέρες την βασάνισαν. Την τρίτη μέρα το απόγευμα μέσα στους πόνους και στην αιμορραγία την φέρ­νουν στο σπίτι της. Η Μάνα της την σφίγγει στην α­γκαλιά της μόλις τη βλέπει και το μόνο που νοιάζεται να ρωτήσει είναι:
«Παιδί μου μήπως δείλιασες και αρνήθηκες το Χριστό;»
Η Ακυλίνα προσπαθεί με δυσκολία να απαντήσει:
«Μητέρα έκανα όπως μου είπες. Το διαμάντι που μου εμπιστεύθηκες το φύλαξα καθαρό και αμόλυντο και τώρα πάω κοντά στο Χριστό και Θεό μου».
Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764 όταν έφυγε η  Αγία της ψυχή.
Από το Άγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μια ανέκφρα­στη Ουράνια ευωδία και όλοι οι δρόμοι απ' όπου το πέ­ρασαν ευωδίαζαν για πολλές ήμερες.
Οι τούρκοι για να τη θεωρήσουν δική τους έστω και μετά θάνατο, διέταξαν να τη θάψουν στο τουρκικό νε­κροταφείο, δίπλα στην πλατεία του χωριού.
Το ίδιο βράδυ ένα φως κατέβηκε πάνω στον τάφο της σαν άστρο και έμεινε για ώρες πολλές.
Τότε τρεις Ορθόδοξοι Ζωντανοί Χριστιανοί, Παλληκάρια του Χριστού έκαναν όρκο μυστικό και έκλεψαν το σώμα της Αγίας. Πού το έθαψαν όμως; Παραμένει ακό­μη άγνωστος ο τόπος. Πιστεύουμε ότι θα το αποκάλυψη ο Κύριος στους εσχάτους χρόνους.

Η Μνήμη Της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου.
* * *

Απολυτίκιον της Αγίας (ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον,
Ακυλίνα του  Χριστού καλλιπάρθενε. συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Η Αγία Κυράννα


Η Αγία Κυράννα
Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά.
Η ομορφιά της ψυχής της συμβάδιζε με την εξωτε­ρική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρε­τές της σεμνότητας και της σωφροσύνης. Έτσι περνού­σε τη ζωή της κοντά στους γονείς της. Ο μισόκαλος ό­μως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και α­φού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλές σκέψεις να την παρασύρει στο κακό και να την μεταβά­λει σε όργανό του, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευ­τυχία των δικών της και τη γαλήνη της νεανικής και πε­ντακάθαρης ψυχής της.
Ένας τούρκος λοιπόν γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων από τα εισοδήματα, ερωτεύθη­κε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δε­χόταν τις κολακείες του τούρκου και τις μεγάλες του υ­ποσχέσεις για λίρες και φορέματα. Ούτε όμως και τις φοβέρες του, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του.
Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπόρεσε να μεταβά­λει το Χριστιανικό της φρόνημα. Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους γενίτσαρους αρπάζουν την αγία και την οδηγούν στη Θεσσαλονίκη. Την φέρνουν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλο­νίκη.
Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κο­λακείες, και μετά την αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά στους βια­στές της θέλησής της δε μιλούσε.

Είπε μόνο τα λόγια:
«Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προί­κα την παρθενίαν μου και αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και δια την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. ακού­σατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Ύστερα από την απάντηση έσκυψε η Κυράννα με πολλή σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχό­ταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέ­λος του μαρτυρίου.
Οι τούρκοι όταν είδαν την Πίστη της στο Χριστό ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον αλή εφέντη να μπαίνει στη φυλακή όποτε θέ­λει. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι να λιποθυμήσει. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε α­πό τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε με ό,τι έβρι­σκε και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο.
Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε ο θυμός του και τον παρακαλούσε να του δώσει ά­δεια να ξεκρεμάσει την Αγία.

Εδώ σημειώνει ο συγγραφέας του μαρτυρίου της τα εξής:

«Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και ό­λος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ου­ρανούς και εις τον Χριστόν».
Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χρι­στιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο τον Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε.
Αυτός όμως αντιθέτως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία ε­βδομάδα.
Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέ­μασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη ξύλινη σχίζα, οι τουρκάλες φώναζαν, οι φυλακισμένοι όλοι τον μάλωναν δυνατά και ο δεσμοφύλακας έπεσε κά­τω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει.
Εκείνη τη στιγμή η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πετούσε για να ενωθεί με το Χρι­στό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Στις 4 με 5 η ώρα το πρωί ένα μεγάλο φως έλαμψε ξαφνι­κά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκε­πή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν το «Κύριε ελέησον» οι εβραίοι πέσανε μπρούμυτα και οι τουρκάλες φώναζαν: «αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμαίας μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας καύψη». Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον φύλακα Χριστιανό να κατε­βάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, μια άρρητη όμως ευ­ωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή.
Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το Άγιο Λείψα­νο, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώ­σπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να πιάσει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φω­τός. Οι τούρκοι ντροπιασμένοι σιωπούσαν, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Α­γίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Αληθινού και Ζωντανού Θεού μας.
Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη εκεί όπου ε­νταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πι­στούς. Ήταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.

Η Εκκλησία ψάλλει αιώνες τώρα.

«Άγιοι Μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε προς Κύριον, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».

* * *
Απολυτίκιον της Αγίας
(ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

«Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Ευαγγέλιο Ματθ. 10, 22
«Δι' υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Απ. Παύλος προς Εβραίους 12, 1.

Άγιος Νεομάρτυς Αθανάσιος


Άγιος Νεομάρτυς Αθανάσιος
Κατά το έτος 1774, στις 8 Σεπτεμβρίου,
Μαρτύρησε ο Άγιος Αθανάσιος
(Από το νέο μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου)

Αθανασίω αγχόνη ώφθη κλίμαξ,
δι’ ης ανήλθε ουρανού εις το πλάτος.

Αυτός καταγόταν από μια περιοχή της Θεσσαλονίκης, που κοινά ονομάζεται Κουλακιά (σ.σ. σημερινή Χαλάστρα), γιος γονέων ευσεβών και κοσμικά επιφανών της περιοχής εκείνης, καθώς ο πατέρας του, που ονομαζόταν Πολύχρους, ήταν προεστός της περιοχής για πολλά χρόνια, ενώ η μητέρα του ονομάζονταν Λουλούδα και καταγόταν από βουλγαρικό γένος.
Αυτόν λοιπόν τον αοίδιμο Αθανάσιο τον σπούδασε καλά ο πατέρας του ο γέρο-Πολύχρους, πρώτα με τα λεγόμενα κοινά γράμματα, κι έπειτα τον έφερε στη Θεσσαλονίκη και τον έβαλε στο ελληνικό σχολείο, που εκεί ήταν τότε δάσκαλος ο Αθανάσιος ο Πάριος. Ήταν και ο νέος πολύ έξυπνος και επιμελής. Αφού έμαθε εκεί τα πρώτα γράμματα, ύστερα αναχώρησε για τον Άθωνα και πήγε στο σχολείο του Βατοπεδίου για μεγαλύτερη ωφέλεια. Εκεί ήταν τότε δάσκαλος ο Παναγιώτης ο Παλαμάς. Εκεί τελείωσε τα «γραμματικά» με καλή επίδοση και μετά διδάχτηκε και τη Λογική του Ευγένιου από τον δάσκαλο Νικόλαο τον Τζαρτζούλιο από το Μέτσοβο, ο οποίος στάλθηκε από την Μεγάλη Εκκλησία στον τόπο του σοφότατου δασκάλου Ευγενίου.
Αφού έφυγε από εκεί και ο μακαρίτης Νικόλαος, έφυγε και ο Αθανάσιος στην Κωνσταντινούπολη και προσκολλήθηκε στο τότε νεοχειροτονημένο Πατριάρχη Αντιοχείας, τον μακαρίτη Φιλήμονα. Έμεινε με αυτόν δυο χρόνια και κάτι. Ύστερα γύρισε στο Άγιο Όρος και από εκεί στην πατρίδα του την Κουλακιά. Σε αυτήν βρισκόταν βασιλικός Μελτζιχανάς (τόπος θρησκευτικών συγκεντρώσεων, σταθμός ταξιδιωτών), και εκεί συνήθιζε να πηγαίνει ο Αθανάσιος για συνομιλίες και για διάφορες ειδήσεις, όταν τύχαινε να βρίσκονται εκεί συχνά άνθρωποι από διάφορα μέρη του κόσμου. Βρισκόταν εκεί πάντα ένας Τούρκος, σαν επιστάτης του σταθμού, κι έτυχε να βρεθεί εκεί μια μέρα κι ένας εμίρης Τούρκος. Συνομιλώντας με αυτόν μια μέρα ο Αθανάσιος για την πίστη (ήξερε καλά την καθομιλουμένη της τουρκικής και αραβικής γλώσσας) είπε με θάρρος και απλότητα στον εμίρη ότι «η δική σας πίστη στέκεται σε αυτά τα λόγια», και πρόφερε δίχως να πονηρευτεί τα λόγια τους. Ο εμίρης ακούγοντας, αμέσως θεώρησε την απλή εκείνη προφορά σαν τέλεια ομολογία και του λέει: «ω! σαλαβάτι (σ.σ. ομολογία) έκανες, τούρκεψες!»
«Μη γένοιτο!» απάντησε ο Αθανάσιος, «ούτε σαλαβάτι έκανα, ούτε τούρκεψα, αλλά μόνο είπα ότι η πίστη η δικιά σας περικλείεται σε αυτά τα λόγια». Ο εμίρης δεν έχασε καιρό, αλλά στράφηκε στον Τούρκο επιστάτη και του λέει: «ιδού, αυτόν τον άνθρωπο τον παραδίνω στα χέρια σου να τον φυλάγεις να μη φύγει». Έτσι είπε και σηκώθηκε εκείνος ο καταραμένος κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη, τόσων ωρών απόσταση, και αφού παρουσιάστηκε στον Μουλά, συκοφαντεί τον καλό Αθανάσιο, ότι δηλαδή έκανε ομολογία και ομολόγησε την πίστη τους, κι έπειτα άλλαξε γνώμη και «αρνείται και περιπαίζει την πίστη μας».
Αφού έστειλε ο Μουλάς ανθρώπους, φέρνει τον κατηγορούμενο στη Θεσσαλονίκη και τον βάζει απέναντί του και ακούει ξανά από την αρχή την κατηγορία – ή καλύτερα τη συκοφαντία -  από τον εμίρη. Έπειτα ρωτά τον κατηγορούμενο ο δικαστής και απαντάει ο Μάρτυρας της αλήθειας τα ίδια εκείνα που απάντησε στον εμίρη πρωτύτερα. Και ο δικαστής ακούγοντας, τότε έκρινε σωστά ότι έτσι δε γίνεσαι Τούρκος, με το να πει κάποιος ότι ξέρει τα λόγια της πίστης σου. «Και συ», λέει στον εμίρη, «αν ήξερες τα λόγια της πίστης αυτού, θα μπορούσες να του πεις ότι η δική σου πίστη στηρίζεται σε αυτά τα λόγια, όμως με αυτό δε θα γινόσουν Χριστιανός, δηλαδή με το να προφέρεις μόνο τα λόγια της πίστης του. Έτσι είπε ο δικαστής. Αλλά οι παρόντες αγάδες θορυβούσαν λέγοντας ότι δεν πρέπει να περιπαίζεται η πίστη. Ο δικαστής λοιπόν άλλαξε γνώμη και άρχισε να τον παρακινεί, να τον κολακεύει και να τον φοβερίζει ότι με θέλημα του Θεού έκανε την ομολογία της πίστης και πρέπει να την ακολουθήσει, γιατί αλλιώς η πίστη δεν υποφέρει να καταφρονείται.
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο δικαστής. Ο Μάρτυρας όμως, σταθερός στη δική του αληθινή ομολογία εναντιώθηκε στα λόγια του δικαστή λέγοντας πως είναι καλά στερεωμένος και βεβαιωμένος στην αληθινή πίστη του Χριστού, και άλλη πίστη έξω από αυτή δεν ξέρει αληθινή και σωτήρια. Αφού τα άκουσε αυτά ο δικαστής διέταξε να τον φυλακίσουν, μήπως τάχα αλλάξει γνώμη και ακολουθήσει τις προσταγές του. Έμεινε στη φυλακή αρκετές μέρες ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, χωρίς να δείξει κανένας ενδιαφέρον, γιατί βγήκε και μια φήμη ότι ο Αθανάσιος έκανε ομολογία και ύστερα μεταμέλησε. Για αυτό και  ο ίδιος ο πατέρας του φοβήθηκε να κινηθεί για να τον ελευθερώσει, παρόλο που μπορούσε με αρκετά χρήματα να τον γλυτώσει, με τη μεσιτεία ενός μεγάλου δυνάστη, του Ισούφ-μπέη, ο οποίος ήταν αγάς της περιοχής. Αλλά ο φόβος που είχαν, όπως είπα, τον έκανε να φανεί άσπλαχνος σε έναν γιο, ο οποίος ήταν το στολίδι του σπιτιού του και το καύχημα του γένους του (και τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο, με το ένδοξο και λαμπρό Μαρτύριο που αξιώθηκε να δεχτεί από τον Ιησού Χριστό ο καλλίνικος Αθανάσιος).
Περνώντας μερικές μέρες, τον βγάζει ο δικαστής από την φυλακή και παρακινώντας τον από την αρχή να δεχτεί να ομολογήσει τη δική τους θρησκεία, αφού τον έβρισκε σταθερό και αμετάπειστο, τον καταδικάζει σε θάνατο. Και αφού τον πήραν οι δήμιοι, τον κρέμασαν έξω από την πόλη, όπου και τον έθαψαν οι Χριστιανοί, δηλαδή στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Και έτσι μαρτύρησε, με τη δύναμη του σταυρωμένου Ιησού ο γενναίος αθλητής Αθανάσιος, την 8η του μήνα Σεπτεμβρίου, κατά την οποία γιορτάζουμε το ιερότατο και πάνσεπτο Γενέσιο της Κυρίας ημών Θεοτόκου, νέος στην ηλικία, περίπου εικοσιπέντε χρονών. Τω δε Θεώ ημών δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Οι Πέντε Οσιομάρτυρες στη Νήσο Λειψώ


Οι Πέντε Οσιομάρτυρες στη Νήσο Λειψώ
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΛΕΙΨΩ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
 Το νησί με ιστορική ονομασία «η Λειψώ» και νεότερη «οι Λειψοί» βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Δωδεκανήσου στα ανατολικά του Αιγαίου και υπάγεται εκκλησιαστικώς στη νήσο Πάτμο, αφού μαζί με αυτή δωρήθηκε το 1088 μ.Χ. στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρηνό από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο τον Κομνηνό.
 Μάλιστα από το έγκυρο βιβλίο «Βραβείον» της ιεράς Μονής του οσίου στην Πάτμο πληροφορούμαστε ότι το 1550 μ.Χ. περίπου έφτασαν στη Λειψώ οι πρώτοι ασκητές. Μα το εντυπω­σιακό του ερχομού των μοναχών αυτών, ως προ­μήνυμα της οσιότητάς τους, το διαφυλάσσει η τοπική λαϊκή παράδοση, που μεταδίδει, ότι οι πρώτοι εκείνοι αναχωρητές, ξεκινώντας από την Πάτμο, άπλωσαν τα ράσα τους στη θάλασσα, ανέβηκαν επάνω και εκείνα με την ευλογία του Κυρίου τους έφεραν στη Λειψώ, στον ορμίσκο με τη σημερινή ονομασία Κοίμηση (της Θεοτόκου).
 Από τον ορμίσκο αυτόν ξεκινά μια κατάξερη πλαγιά, «η Σκάφη». Αυτή διάλεξαν οι πρώτοι εκείνοι ασκητές, για να χτίσουν το ησυχαστήριό τους, γιατί σ' αυτή τους την επιλογή συνηγορούσε η αυστηρή όψη του τοπίου, που ταίριαζε με το αυστηρό ασκητικό ύφος τους.
  * * *

 Αλλ' όμως μύριες δυσκολίες τους παρουσίασε η αφιλόξενη πλαγιά Σκάφη, εμποδίζον­τάς τους να ριζώσουν στο χώμα της.
 Και τί με αυτό; Οι ισάγγελοι εκείνοι ερημί­τες αντέταξαν στις δυσκολίες την ουρανοθέμελη πίστη τους και πύργωσαν πρώτα απ' όλα την εκκλησία του Θεού, τοποθετώντας Κυρά της την ιερή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από την οποία ονομάστηκε το κάθισμά τους και όλη η γύρω περιοχή.
 Η εκκλησία και όχι τα κελιά τους υπήρξε το πρώτο μέλημά τους. Πάλεψαν με τα άγρια βράχια και τα μέριασαν για να δημιουργήσουν το οικόπεδο της εκκλησίας. Πάλεψαν με την λειψυδρία, στην οποία αντέταξαν τον ιδρώτα τους και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους.
 Και ο δωρεοδότης Θεός αντάμειψε τον αγώνα και την αγωνία τους και τους δώρισε μια πηγή ορμητική, που γι' αυτό την ονόμασαν «Άγριο Νερό», που μέχρι σήμερα τρέχει απ' τα σπλάχνα της γης.
* * *
 Και αφού έχτισαν την κατοικία της ιερής εικόνας της Θεοτόκου, βρήκαν έτοιμες ατομικές τους κατοικίες τις γύρω από την εκκλησία μικρές σπηλιές, που ξεκούρα­ζαν για λίγο τα κατάκοπα κορμιά τους από τον ολοήμερο μόχθο και την ολονύχτια προσευχή.
 Και η ασκητική ολιγάρκειά τους θεωρούσε τη στενότητα των μικρών σπηλιών απεραντοσύ­νη των ωκεανών. Μέσα σ' αυτές οι όσιοι εκείνοι ασκητές είχαν γόνατα, για να τα λυγίζουν μέχρι τη γη προσευχόμενοι, έστω και αν ήταν τρεμογόνατοι οι γεροντότεροι. Είχαν χέρια, για να τα υψώνουν προς το ουράνιο κατοικητήριο του προτύπου τους Ιησού, έστω και αν ήταν ροζιασμένα των νεοτέρων και τρεμάμενα των ηλικιω­μένων.
* * *
 Ως δεύτερο επιτακτικό μέλημά τους υπήρξε ο Άρτος και ο Οίνος για τη Θεία Κοινωνία. Γι' αυτό μετέφεραν στους ώμους τους χώμα από μακρινή γόνιμη γη και δημιούρ­γησαν μια μικρή έκταση, για να καλλιεργήσουν σιτάρι και αμπέλι και να εξασφαλίσουν έτσι τις υλικές προϋποθέσεις της Θείας Μεταλήψεως.
  * * *
 Και καθώς κυλούσαν τα χρόνια, η αίγλη του ησυχαστηρίου της Κοιμήσεως προσείλκυε και άλλους ασκητές και μάλιστα, όπως διέσωσε η παράδοση, μερικούς «κολλυβάδες» από το Άγιο Όρος. Έτσι ιδρύθηκε δεύτερο ησυχαστήριο στην παράλια με την ονομασία «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», που απέχει μόλις 800 μέτρα από το πρώτο. Οι εδώ ασκητές καλλιέργησαν και την ελιά, για να εξοικονομή­σουν με τον καρπό της άσβεστη τη φλόγα των καντηλιών μπροστά στις εικόνες, πλάι στη δική τους φλόγα την ακοίμητη της πίστεως και του αγώνα τους, καθώς ο ιδρώτας και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους λες και πότιζαν τα μικρά ελαιό­δεντρα και θέριευαν, ως μαρτυρούν τα μέχρι σή­μερα απομεινάρια τους.
  * * *
 Διάβαιναν οι αιώνες, ενώ παρακολουθούσαν τους ένθεους εκείνους ασκητές στα δύο ησυχαστήρια πώς εγκατέλειπαν εγκόσμια αγαθά και ζούσαν τις στερήσεις της ερημιάς στο βουνό Σκάφη, αλλά και πώς ανέπνεαν το άρωμα της παρουσίας του Θεού και έσμιγαν τις ψαλμωδίες τους με εκείνους που ανέπεμπαν οι φτερωτοί ψάλτες, τα πουλιά, προς τον ουράνιο Πατέρα, ενώ η ιερότητα του χώρου όλο και πε­ρισσότερο μύρωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
 Μέσα σ' αυτή εγκαταβίωναν δεκάδες ασκη­τές, που το τέλος της επίγειας ζωής τους κατέγραφε το «Βραβείον» της ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Ανάμεσά τους αποθησαύρισε και το μαρτυρικό τέλος πέ­ντε μοναχών, που προκάλεσαν Τούρκοι δυνά­στες του τόπου μας. Παραβίασαν δυστυχώς την ιερότητα του χώρου. Τον πότισαν με το καθα­γιασμένο αίμα πέντε οσιομαρτύρων ασκητών της Κοιμήσεως.
Και να πώς:
  • Αναλογίσου, αγαπητέ αναγνώστη, να πε­θαίνει αιμόφυρτος ένας άκακος άνθρωπος από τον άγριο ξυλοδαρμό, που δίνει στο κορμί του ένας άλλος συνάνθρωπός του αιμοχαρής, ενώ το «Βραβείον» θα γράψει:
    «[1]635 (τω αυτώ) μηνί απ[ριλλ]ίω επίασε [ν ο μ] πεκήρ-πασιάς τον εν μονα[χοίς] ιωνάν τον γαρμπ[ήν], τον [εκ νη]σύρου [κ]αι [έδ]ειρεν αυτόν, όπου απέθανεν.
  • Συλλογίσου, ομόθρησκε αναγνώστη, το φρικτό θάνατο ενός αθώου να νιώθει την αιματοβαμμένη σάρκα του να κόβεται κομμάτι κομ­μάτι με ένα τσεκούρι, που ανεβοκατεβαίνει στα χέρια ενός μανιασμένου αλλόθρησκου, ουρλιά­ζοντας με σαρκασμό. Και το «Βραβείον» θα ιστο­ρήσει:
    «Τω αυτώ έτει επίασαν οι λεβέντες εις τον λειψόν τον εν μοναχοίς νεόφυτον τον φαζόν, και εφόνευσαν αυτόν διά σκεπάρνου και αρχήσαμεν το μνημόσυνον και την έξοδον αυτού δεκεμβρίου 8».
  • Κοίταξε, φιλόθεε αναγνώστη, ένα τετράλογχο σιδερένιο φονικό όργανο, το αλιευτικό «καμάκι» πώς το μπήγει ο αλλόφυλος δυνάστης στο λαιμό του γέροντα ασκητή, πώς ξεσχίζει τις σάρκες του, ενώ το «Βραβείον» θα γράφει:
    «Το αυτό έτος (1696) εκυμήθει ο αγιώτατος εν μοναχοίς παρθένιος, απ' την Φυλιπόπολιν, αναχωρητής εις το άγριον το νερόν, ο θάνατος αυτού με καμάκιον ετρυπίθη εις τον λεμόν κ(αι) ο αφέντης ο Θεός να τον αναπαύσει».
  • Ρώτησε, φιλόθεε αναγνώστη, αυτούς τους φονιάδες με τα ματωμένα χέρια, για ποια αιτία κατακρεουργούν δύο άλλους μοναχούς;
Άκουσε την απάντησή τους:
-  Διαφεντεύουμε αυτόν το σκλάβο τόπο και σαν αφέντες του δεν χρειαζόμαστε αιτία, για να σκοτώσουμε ούτε δίνουμε λόγο σε κανένα.
Και το «Βραβείον» θα μαρτυρεί:
-  «.αφνη' (1558) απριλ(ί)ω στ' (6) εφονεύθη υπό των αγαρηνών εις τον Λειψόν νεόφυτος μο­ναχός, ο αμοργινός.
-  «.αφξα' (1561) Φεβρουαρίου κη' (28) εφο­νεύθη εις τον Λειψόν ο δούλος του Θ(εο)ύ ιωνάς μοναχός ο λέριος».
* * *
Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος των μακαρι­στών ασκητών.
- Μείνετε λοιπόν ξαπλωμένοι στη γη που ποτίσατε με δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, αδικοσκοτωμένοι γέροντες. Θα σας κηδέψουν με βουβό θρήνο οι συνασκητές σας, ενώ εμείς θα σας διατηρούμε στη μνήμη μας με σεβασμό.
Και ο μέχρι τώρα σιωπηλός Θεός, που δεν παρεμβαίνει, για να παίρνει ο καθένας μας ακέραιη την ευθύνη των κακών του πράξεων ή τον έπαινο των καλών, σας έχει καταξιώσει στη συ­νείδηση των κατοίκων του νησιού.
Γι' αυτό σας θεωρούμε και σας τιμούμε ως καταξιωμένους οσιομάρτυρες.
 

Απολυτίκιον"
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
  Την εν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ένθεον οσιοάθλων πατέρων εν τη Λειψώ, ιεροίς αγωνίσμασιν αθλήσασαν τιμήσωμεν, συν Νεοφύτω, Ιωνά, άλλω θείω Ιωνά, Παρθένιον και φωσφόρον ευχής, Νεόφυτον, φάρον, αυτών λιτάς απεκδεχόμενοι.

Κοντάκιον
Ήχος πλ.  δ'. Τη Υπερμάχω.
  
Λειψώ την νήσον, θεοφόροι, ηγιάσατε ιδρώτων όμβροις και αιμάτων ταις εκχύσεσι ταις υμών, οσιομάρτυρες τροπαιούχοι, Ιωνά συν Νεοφύτων ζεύγοι έμφρονι και συν άλλω Ιωνά, κλεινέ Παρθένιε, ανακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.

  Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των αγίων Λειψώ πεντάς, οσιομαρτύρων, ω Νεόφυτε, Ιωνά, συν τω Νεοφύτω και Ιωνά τω άλλω, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.

Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός


Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός
Στις 14 Φεβρουαρίου 1568,
μαρτύρησε ο Οσιομάρτυρας Δαμιανός
(Από το Νέο Μαρτυρολόγιο Αγ. Νικοδήμου)
Ευαγγελίου καρπόν είληφας μάκαρ,
ω Δαμιανέ, αγχόνη λαβείν τέλος.
Αυτός ο νέος αθλητής του Χριστού, ο Δαμιανός, είχε πατρίδα ένα χωριό που ονομαζόταν Ρίχοβο και βρισκόταν πάνω στα Άγραφα. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και όταν ήταν νέος ακόμα πόθησε την μοναδική πολιτεία και αφήνοντας τον κόσμο και τα κοσμικά, πήγε στο Άγιο Όρος, στην Ιερά μονή του Φιλοθέου και έγινε μοναχός. Κι αφού έμεινε λίγο καιρό στο μοναστήρι, αναχώρησε ησυχαστής, για να αγωνίζεται περισσότερο στις αρετές. Και αφού πήγε σε έναν σημειοφόρο ασκητή, που ησύχαζε σε παράμερο τόπο και ονομαζόταν Δομέτιος, έμεινε μαζί του σχεδόν τρία χρόνια, εργαζόμενος όλες τις αρετές με τόση προθυμία και ακρίβεια, ώστε αξιώθηκε να ακούσει και θεία φωνή που του έλεγε: « Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου συμφέρον, αλλά και των άλλων». Τότε αμέσως άφησε το Άγιο Όρος και πηγαίνοντας στα όρη του Ολύμπου κήρυττε στα χωριά που βρίσκονται εκεί τον λόγο του Θεού με λαμπρή φωνή, διδάσκοντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να απέχουν από τις αδικίες και από όλες τις άλλες κακίες, και να τηρούν τις εντολές του Θεού εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα.
Αλλά ο μισόκαλος διάβολος παρακίνησε πολλούς από τους λεγόμενους Χριστιανούς, που ήταν ασεβείς και στις πράξεις τους,  και κατηγορούσαν τον Άγιο, λέγοντας πως είναι πλάνος και απατεώνας και τον κατέτρεχαν με διάφορους τρόπους, σχεδιάζοντας και να τον φονεύσουν. Ο Άγιος όμως, μιμούμενος τον Χριστό, έδωσε τόπο στην οργή και αφού αναχώρησε από εκεί, πήγε στα μέρη του Κισσάβου και της Λάρισας, και κήρυττε τον λόγο του Θεού. Κι αφού έπαθε κι εκεί τα ίδια, αναχώρησε για τα ψηλά μέρη των Αγράφων, και εκεί δίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη τους και να τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Ο διάβολος όμως δεν ησύχασε, αλλά κι εκεί ξεσήκωσε κατά πάνω του Αγίου μερικούς ανευλαβείς και αθεόφοβους και τον κατέτρεχαν, ονομάζοντάς τον πλάνο και ψευδομοναχό. Κι έτσι, αφήνοντας κι αυτά τα μέρη ο Άγιος, γύρισε στον Κίσσαβο και για να μην υπάρχουν ταραχές, έκτισε εκεί ένα Μοναστήρι, και μαζί με άλλους μοναχούς, ανέπεμπε στον Θεό τις ευχές του κάθε μέρα. Όμως κι εκεί πήγαιναν πολλοί για να ωφελούνται στην ψυχή από τις ψυχωφελείς διδασκαλίες του, διότι ήταν πολύ γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα.
Πηγαίνοντας όμως μια φορά, για κάποιες ανάγκες του Μοναστηριού, σε ένα χωριό που ονομάζεται Βουλγαρίνη, πιάστηκε από μερικούς Αγαρηνούς και παραδόθηκε στον εξουσιαστή της Λάρισας, στον οποίο ανέφεραν ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να μην πουλάν και να μην αγοράζουν την Κυριακή, και τους διδάσκει να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού. Τότε ο εξουσιαστής πρόσταξε να τον δείρουν άγρια, να του βάλουν βαριές αλυσίδες στον τράχηλο και τα πόδια και να τον ρίξουν στη φυλακή. Και δεκαπέντε μέρες τον βασάνιζε με σκληρά και διάφορα βασανιστήρια, και πότε με φοβέρες, πότε με κολακείες και ταξίματα τον παρακινούσε να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Κι αφού δεν μπορούσε να τον μεταπείσει σε αυτό, αλλά βλέποντάς τον μάλιστα να ελέγχει με γενναιότητα τη θρησκεία και τον προφήτη τους, και με πολλή παρρησία κήρυττε τον Χριστό αληθινό Θεό, και πως είναι πρόθυμος να υπομείνει για την αγάπη του μύρια βάσανα, άναψε ολόκληρος από θυμό και αμέσως προστάζει να θανατωθεί πρώτα με τη φούρκα, κι έπειτα να ριχτεί στη φωτιά. Παίρνοντάς τον λοιπόν οι δήμιοι τον κρέμασαν. Επειδή όμως ένας από αυτούς χτύπησε τον Μάρτυρα στο κεφάλι με ένα τσεκούρι, κόπηκε το σκοινί και έπεσε ο Μάρτυρας στη γη μισοπεθαμένος. Κι εκείνοι παίρνοντάς τον ακόμα ζωντανό, τον έριξαν στη φωτιά και τη στάχτη του την έριξαν στον ποταμό Πηνειό, και έτσι έλαβε ο μακάριος Οσιομάρτυρας Δαμιανός τον στέφανο του Μαρτυρίου. Με τις πρεσβείες του μακάρι να γλυτώσουμε κι εμείς από τις παγίδες του εχθρού και να αξιωθούμε τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος εξ Ιχθύος Κορινθίας


Άγιος Νικόλαος εξ Ιχθύος Κορινθίας
Στις 14 Φεβρουαρίου 1554,
μνήμη του Αγίου Νικολάου εξ Ιχθύος Κορινθίας.

Πυρ υπερενεγκών Νικόλαε τρισμάκαρ,
γήθεν μετέστης προς μονάς αιωνίους.
Κάτθανε Νικόλαος δεκάτη
πυρί ήδε Τετάρτη.
Αυτός ο γενναίος μάρτυρας του Χριστού Νικόλαος καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριό, που ονομάζεται Ψάρι και βρίσκεται στα σύνορα του νομού Κορινθίας. Οι γονείς του ονομαζόταν Ιωάννης και Καλή και ήταν και οι δύο θεοσεβείς. Δώδεκα χρονών και ορφανός έφυγε από το χωριό του και ήρθε στη Σηλυβρία, η οποία απέχει μια μέρα δρόμο από την Κωνσταντινούπολη.
Έζησε εδώ με φόβο Θεού και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέτρεφε χριστιανοπρεπώς. Αν και ζούσε μέσα στην φασαρία και την κίνηση, αυτό δεν τον εμπόδιζε να φροντίζει την σωτηρία του. Είχε το επάγγελμά του πλανόδιου παντοπώλη και παράλληλα έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς και εκκλησιαζόταν τακτικότατα. Στο 34ο έτος της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Α’ (1520 -1566) κάποιος έπαρχος στην Κωνσταντινούπολη που ονομαζόταν Σινάν φέρονταν πολύ σκληρά στους υπόδουλους Χριστιανούς, τους ταλαιπωρούσε συνεχώς και τους εκφόβιζε με απειλές. Τότε ο Νικόλαος φθονήθηκε από τους Αγαρηνούς συναδέλφους του, διότι πουλούσε περισσότερα προϊόντα από αυτούς και κατηγορήθηκε ότι ύβρισε τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη. Τον έφεραν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και αφού στάθηκε μπροστά στο βήμα του επάρχου, χωρίς καθόλου να φοβηθεί, ομολόγησε την χριστιανική πίστη του και έλεγξε ως ψευδή την θρησκεία των μωαμεθανών. Ο έπαρχος διέταξε να τον ραβδίσουν πολλές φορές και μάτωσαν τα νύχια των ποδιών του. Κατόπιν, τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε τέσσερις μέρες.
Όταν τον έβγαλαν, άρχισε ο έπαρχος να του τάζει μεγάλες τιμές και αξιώματα για να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Ο άγιος Νικόλαος όμως, έμεινε περισσότερο σταθερός και με κανένα τρόπο δεν υπέκυπτε, αντίθετα μάλιστα αποκαλούσε τον ψευδοπροφήτη τους τον Μωάμεθ, γιο του διαβόλου. Για αυτό και τον  έδεσαν με αλυσίδες από τον τράχηλο, τον έντυσαν με ψάθα και τον έσυραν οι δήμιοι στην πόλη. Επειδή αυτό όμως όχι μόνο δεν τον έκαμψε, αλλά τον δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, με διαταγή του επάρχου άναψαν φωτιά στο ιπποδρόμιο και δεν έβαλαν τον άγιο ολόκληρο επάνω, αλλά έκαιγαν λίγο λίγο τις σάρκες του, για να είναι οι πόνοι αφόρητοι και η τιμωρία σκληρότερη.
Αφού ο άγιος βασανίστηκε έτσι για πολλή ώρα και δεν μπορούσε πλέον να στέκεται όρθιος, έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά και ο δήμιος τεντώνοντας την αλυσίδα (διότι ήταν ακόμη γύρω από τον τράχηλο του μάρτυρα) έκοψε με το ξίφος το κεφάλι του στις 14 Φεβρουαρίου 1554. Το τίμιο σώμα του κάηκε από τη φλόγα και μόνο η κάρα του αγοράστηκε από κάποιον πιστό, αφού πλήρωσε είκοσι χρυσά νομίσματα στον δήμιο, και την έστειλε στη μονή του αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα, όπου και βρίσκεται επιτελώντας πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.

Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ως των αιχμαλώτων.
Ως των αθλοφόρων ομότροπος, και των εν ανάγκη υπέρμαχος τω Δεσπότη των όλων ικέτευε, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαληνός


Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαληνός
Ο άγιος Γεδεών γεννήθηκε το 1766 στο χωριό Κάπουρνα, κοντά στην Μακρυνίτσα τον Βόλου. Σε ηλικία δώδεκα ετών και ενώ εργαζόταν στο Βελεστίνο ξεγελάστηκε από τους Τούρκους, αρνήθηκε τον Χριστό, περιτμήθηκε και έγινε Μουσουλμάνος.
Κατάλαβε όμως το παράπτωμά τον και δραπέτευσε από τους Τούρκους. Έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες έρχεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Καρακάλλου, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Γεδεών.
Μετά τριάντα πέντε έτη ασκητικών αγώνων στη Μονή άναψε στην καρδιά του ο πόθος του μαρτυρίου. Έχοντας προς τούτο πληροφορία εκ Θεού και με την ευλογία των Πατέρων, έτρεξε στο μαρτύριο για να συγχωρηθή το παιδικό του αμάρτημα.
Αξιώθηκε τον μαρτυρικό θάνατο που ποθούσε στον Τύρναβο της Λαρίσης την 30ή Δεκεμβρίου του 1818, με το να του κόψουν με σκεπάρνι τα χέρια και τα πόδια.

Ο Άγιος νεομάρτυς και μεγαλομάρτυς Κωνσταντίνος ο Υδραίος


Ο Άγιος νεομάρτυς και μεγαλομάρτυς Κωνσταντίνος ο Υδραίος
Μαρτύρησε στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800
Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από την νήσο Ύδρα. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχαλάκης και Μαρίνα. Η Ύδρα είναι άγονο νησί γι’ αυτό και οι κάτοικοί της ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Έτσι ο άγιος σε ηλικία δεκαοχτώ ετών βρέθηκε στη Ρόδο. Εκεί συναναστρεφόταν τον πασά της Ρόδου Χασάν, ένα εξωμότη Γεωργιανό. Ο πασάς πρόσεξε την εξυπνάδα και τον καλό χαρακτήρα του νεαρού Υδραίου και έβαλε όλη του την τέχνη να τον εξισλαμίσει.Τελικά τον κατάφερε ο μιαρός με κολακείες και πολλά δώρα. Για τρία χρόνια έμεινε στο Ισλάμ, στην υπηρεσία του πασά, με πολλές δόξες και τιμές, όμως δοκίμαζε την απόρριψη από τους άλλους Χριστιανούς και το σπουδαιότερο της μητέρας του, η οποία όταν κάποτε ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε την Ύδρα δεν του άνοιξε καν την πόρτα του σπιτιού λέγοντάς του ότι δεν τον αναγνωρίζει για παιδί της.
Άρχισε όμως η συνείδησή του να τον ελέγχει ακατάπαυστα με αποτέλεσμα να θρηνεί για το μεγάλο κακό που είχε πάθει. Τελικά πήγε σε κάποιο πνευματικό και εξομολογήθηκε. Όσα χρήματα έπαιρνε τα μοίραζε στους φτωχούς. Ποθούσε δε να παρουσιαστεί και να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά στον πασά αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεπε επειδή φοβόταν μήπως δειλιάσει λόγω της νεαρής του ηλικίας. Έτσι τον συμβούλεψε να φύγει και να πάει σε άλλο τόπο ώσπου να ανδρωθεί, να σκληραγωγηθεί και τότε να παρουσιαστεί για ομολογία. Υπακούοντας στον πνευματικό έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτησε έμπειρο πνευματικό στο Πατριαρχείο όπου με συντετριμμένη καρδιά και θερμή κατάνυξη εξομολογήθηκε την άρνησή του και τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ ο οποίος τον νουθέτησε πατρικά και τον έστειλε στο Άγιο Όρος για να αρματωθεί πνευματικά με τις ευχές των αγιορειτών Πατέρων Στη Μονή Ιβήρων συνδέθηκε με τον περίφημο και κοινό πνευματικό του Όρους παπα Σέργιο της Σκήτης των Ιβήρων. Είχε δε μεγάλη ευλάβεια στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου την Πορταΐτισσα, την οποία παρακαλούσε να τον ενισχύσει για να υπομείνει το μαρτύριο για χάρη του Υιού της. Οι Πατέρες της Μονής προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν εκείνος όμως είχε τόσο μεγάλο πόθο για το μαρτύριο που κυριολεκτικά φλεγόταν. Τελικά με τις ευχές των Πατέρων αναχώρησε για τη Ρόδο όπου είχε εξωμόσει. Φθάνοντας στη Ρόδο και πάλι εξομολογήθηκε σε ένα πνευματικό τον σκοπό του. Εκείνος προσπάθησε να τον εμποδίσει φοβούμενος την έκβαση. Το ίδιο έκαναν και άλλοι Χριστιανοί. Εκείνος όμως όσο εμποδιζόταν τόσα περισσότερο ποθούσε να μαρτυρήσει. Έτσι μετά από προσευχή ξεκίνησε για τον αγώνα του.
Πήγε μόνος του και παρουσιάστηκε στον πασά και τον χαιρέτησε. Ο πασάς αρχικά δεν τον γνώρισε διότι ο άγιος φορούσε ράσο και αγιορείτικο σκούφο. Ο άγιος του θύμισε:
Εγώ είμαι εκείνος ο Κωνσταντίνος που τον έπεισες να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστέψει στον Μωάμεθ.
Ο πασάς του απάντησε :
Εγώ δεν σε γνωρίζω ποιος είσαι, γιατί είσαι καλόγερος. Αλλά εάν είσαι δικός μου γιατί φοράς αυτό το μαύρο ρούχο που δεν είναι της θρησκείας μας; Ο δικός μας νόμος λέει να φοράμε άσπρα ενδύματα και λαμπρά, για να ξεχωρίζουμε από τους Χριστιανούς. Βγάλτα λοιπόν αυτά τα καταφρονεμένα μαύρα που φοράς κι εγώ θα σε ντύσω με άσπρα και λαμπρά και θα σου δώσω κι όσα χρήματα χρειάζεσαι για να απολαμβάνεις τον κόσμο και να χαίρεσαι μαζί μου και οι Χριστιανοί να σε φοβούνται και να σε προσκυνούν.
Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος του αποκρίθηκε:
Έλα κι εσύ, ηγεμόνα, να πιστέψεις και να ομολογήσεις τον Χριστό Θεό αληθινό, να σε φωτίσει να δεις το αληθινό φως, να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών. Να δεις τα καλά του Παραδείσου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι μ’ όλους τους αγγέλους και τους αγίους.
Ποιος σου έμαθε όλες τις φλυαρίες αυτές , του λέγει ο πασάς. Εγώ σ’ έκαμα γιο μου, να σε παντρέψω, να με κληρονομήσεις κι εσύ τα περιφρόνησες όλα αυτά κι έγινες καλόγερος;
Τότε ο πασάς διέταξε να ρίξουν τον Άγιο στη φυλακή και αγανακτισμένος κλείστηκε στο χαρέμι του από το κακό του και μετά τρεις ημέρες, πυρ και μανία κατά του μάρτυρος, ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του. Τον ρώτησε :
Τι ήταν αυτά τα λόγια που τόλμησες προχτές να πεις εναντίον μου;
Σου είπα, του απάντησε ο μάρτυς, να πιστέψεις στον Χριστό, γιατί η δική σας πίστη είναι βρώμικη και ψεύτικη. Πιστεύετε σ’ ένα ψεύτη που δεν έκανε κανένα θαύμα ούτε δίδαξε καμιά αλήθεια και κανένα καλό παρά μόνο μυθολογίες, κακίες και διαφθορά. Κι εσείς τον ακολουθείτε ως προφήτη γι’ αυτό θα πάτε μαζί του στην κόλαση και θα κατακαίεστε μαζί με τους αδελφούς σας τους δαίμονες. Έλα λοιπόν να γίνεις Χριστιανός, για να χαίρεσαι αιώνια στον Παράδεισο.
Τότε διέταξε ο πασάς να τον δείρουν, να του ξεριζώσουν τις τρίχες της κεφαλής του , να του ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και να του σπάσουν τα σαγόνια με πέτρες για να μάθει να μιλάει καλύτερα στους ηγεμόνες. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν και με πολύ μίσος εκτελούσαν την εντολή του κυρίου τους, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο και βρίζοντάς τον ενώ συγχρόνως τον ειρωνεύονταν: Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει από τα χέρια μας.
Ο άγιος τα υπέμεινε όλα αυτά λέγοντας Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου. Τέλος μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή δεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και το λαιμό.
Την άλλη μέρα τον έφεραν πάλι μπροστά στον δικαστή.
Μετανόησες για τις χτεσινές σου φλυαρίες, Χασάνη; τον ρώτησε ο πασάς.
Εγώ δεν είμαι Χασάνης αλλά είμαι Χριστιανός, Κωνσταντίνος το όνομά μου και δεν λέω φλυαρίες αλλά πιστεύω και ομολογώ Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα, τρία Πρόσωπα, ένα Θεό αληθινό. Τούτον προσκυνώ, τούτον δοξάζω, την δε θρησκεία σας αναθεματίζω.
Τότε οι στρατιώτες, με διαταγή του πασά, του έδωσαν πεντακόσιους ραβδισμούς στη ράχη και πεντακόσιους στα πόδια, τόσο που έπεσαν τα νύχια των ποδιών του και το αίμα έτρεχε ποτάμι.
Νομίζοντας ότι πέθανε τον σήκωσαν αναίσθητο και τον πέταξαν στη φυλακή. Εκεί ο τρισμακάριστος αξιώθηκε θείας αντιλήψεως. Ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε και θεράπευσε τις πληγές του και τον απεκατέστησε υγιή. Μετά από τρεις ημέρες τον οδήγησαν πάλι στον πασά.
Σου άρεσε, Χασάνη, αυτό που σου έκανα; τον ρώτησε ο πασάς. Έλα το γρηγορότερο στην πίστη μας, για να σου χαρίσω όσα σου έταξα.
Ξέρεις πολύ καλά, πασά, πριν από λίγες μέρες τι βασανιστήρια μου έκανες. Που είναι τώρα εκείνες οι πληγές; βλέπεις κανένα σημάδι; Κοίταξε, λείπει κανένα μου νύχι; Ο Δεσπότης μου Χριστός με επισκέφτηκε στη φυλακή και με θεράπευσε ως αληθινός Θεός που είναι. Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω, τον δε δικό σας Μωάμεθ αποστρέφομαι γιατί είναι διεφθαρμένος και όποιος τον ακολουθεί πάει μαζί του στην κόλαση.
Πίστεψε λοιπόν στον Χριστό, όπως πιστεύουν μέχρι τώρα και οι δικοί σου γονείς.
Ο πασάς διέταξε να τον βάλουν πάλι στη φυλακή και τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο, το λεγόμενο τουμπρούκι. Εκείνες τις ημέρες φυλάκισαν δύο ιερείς από το χωριό Σορόνι , κάποιους Χριστιανούς και Τούρκους. Μια νύχτα, θέλοντας ο Χριστός να δοξάσει τον μάρτυρά Του και προ του τέλους, έστειλε μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας και έλαμψε φως μέγα και ο Άγιος λύθηκε θαυματουργικά από τις αλυσίδες και το τουμπρούκι. Στάθηκε δε και προσευχόταν προς την Ανατολή. Το ίδιο έκαναν και οι ιερείς και οι Χριστιανοί , οι δε Τούρκοι φώναζαν αλλάχ αλλάχ, διότι όλοι έβλεπαν το εξαίσιο εκείνο φως. Το ουράνιο αυτό φως είδαν και έξω από τη φυλακή οι φρουροί και έτρεξαν νομίζοντας πως η φυλακή έπιασε φωτιά. Όταν οι φρουροί πληροφορήθηκαν το γεγονός , το ανέφεραν στον πασά. Εκείνος τους είπε να μη το ανακοινώσουν γιατί είναι εις βάρος της θρησκείας τους. Παρομοίως φοβέρισε και τους αυτόπτες φυλακισμένους.
Από τότε δεν τον έφερε μπροστά του πάλι ο πασάς αλλά τον βασάνιζαν οι υπηρέτες της πλάνης μέσα στη φυλακή. Ένας ιμάμης μια μέρα σήκωσε το μιαρό του χέρι να τον χαστουκίσει και αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο. Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Έμεινε στη φυλακή πέντε μήνες ταλαιπωρούμενος από την πείνα, την δίψα, τη βρωμιά, τις ψείρες και την όλη δυστυχία της φυλακής. Μόνο ένας ευλαβής Χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε την Θεία Κοινωνία. Ο πασάς φοβόταν να εκτελέσει τον Άγιο εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Υδραίων στον αρχιναύαρχο του στόλου του Αιγαίου.
Έγραψε σε κάποιον επιφανή Υδραίο ζητώντας τη γνώμη του για την υπόθεση. Ο Άγιος, μαθαίνοντάς το μέσα από τη φυλακή, του έγραψε κι εκείνος ζητώντας να μη τον υποστηρίξει αλλά, αν αγαπάει τον συμπατριώτη του, να τον αφήσει να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι ο καπετάν Γιώργης απάντησε στον πασά να τον κάνει ό,τι θέλει.
Κάποια μέρα ο πασάς τον έβγαλε από τη φυλακή και τον διέταξε να μεταφέρει πέτρες. Σε μια στιγμή ο Άγιος προσποιήθηκε πως δραπετεύει για να τον αναγκάσει να τον θανατώσει. Ένας χριστιανομάχος παραστεκόμενος του πασά τον έπιασε και τον χτυπούσε με μανία με τη μαχαίρα του σε όλο του το σώμα .Και πάλι τον έκλεισαν στη φυλακή.
Αφού απηύδησε ο ηγεμόνας να παιδεύει μάταια τον αθλητή του Χριστού, τον έφερε μπροστά του, τελευταία φορά, και τον ρώτησε αν αρνείται τον Χριστό. Ο Άγιος του απάντησε:
Σου είπα ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ακόμη κι αν κατακόψεις σε μύρια κομμάτια. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις μια ώρα αρχύτερα γιατί ο Κύριος με προσμένει.
Προγνωρίζοντας ο Άγιος τον θάνατό του ζήτησε από εκείνον τον ευλογημένο Χριστιανό να του φέρει τα Άχραντα Μυστήρια. Πράγματι, χαράματα της Τετάρτης , 14 Νοεμβρίου, τον στραγγάλισαν μέσα στη φυλακή.
Μετά το μαρτύριο του Αγίου, ο Τούρκος που τον έπνιξε βρήκε κακό θάνατο. Χτυπήθηκε εκεί που κοιμόταν από αστροπελέκι, το οποίο κατέκαυσε αυτόν ενώ οι άλλοι που ήσαν δίπλα του έμειναν αβλαβείς.
Το πρωί έδωσε την άδεια ο πασάς στους Χριστιανούς να τον θάψουν. Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βαρούσι.
Πλήθος θαύματα ακολούθησαν. Όποιος πήγαινε και προσκυνούσε τον τάφο του μάρτυρος θεραπευόταν δι’ αυτού, με την χάρη του Θεού, από οποιοδήποτε νόσημα ασθενούσε.
Η μητέρα του, η οποία ζούσε και έμαθε για το μαρτύριο του γιου της και δόξαζε τον Θεό, πήγε η ίδια στη Ρόδο, όπου έκανε την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, τα οποία μετέφερε στην Ύδρα.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης o Βλάχος (12 Μαΐου 1662)


Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης o Βλάχος (12 Μαΐου 1662)
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Βλαχία , γι’ αυτό και ονομάζεται Βλάχος.

Βλαχία εννοούμε μία από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Μολδαβία και Βλαχία. Την εποχή εκείνη ο Βοεβόδας ( ηγεμόνας) Μίχνα επανεστάτησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της βαριάς φορολογίας. Ο Σουλτάνος όμως έστειλε τους συμμάχους του Τατάρους μαζί με τον δικό του στρατό και κατέστειλαν την επανάσταση. Ο Βοεβόδας έφυγε και οι Τούρκοι με τους Τατάρους κατέστρεψαν τα πάντα και πήραν σκλάβους πλήθος ανδρών και γυναικών.

Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Άγιος Ιωάννης. Ένα όμορφο αγόρι , ηλικίας 15 ετών, από αρχοντική γενιά. Βλέποντάς τον κάποιος στρατιώτης Τούρκος τον αγόρασε με σκοπό να κοιμάται μαζί του. Ο άγιος αντέδρασε και δεν δεχόταν να εκπληρώσει την επιθυμία του κυρίου του. Για να πετύχει τον σκοπό του ο Τούρκος στρατιώτης τον έδεσε σε ένα δέντρο και τον υπέβαλε στους έσχατους εξευτελισμούς. Μη μπορώντας να αντέξει την καταισχύνη ο Ιωάννης βρήκε ευκαιρία και σκότωσε τον αφέντη του. Τον συνέλαβαν οι συστρατιώτες του κυρίου του, τον έδεσαν και τον πήγαν στην Πόλη, στη σύζυγο του σκοτωμένου στρατιώτη. Εκείνη , με τη σειρά της, τον παρέδωσε στον βεζίρη, στον οποίο ο άγιος ομολόγησε την αλήθεια. Ο βεζίρης τον έδωσε πίσω στη γυναίκα να τον κάνει ό,τι θέλει. Η κυρία , βλέποντάς τον τόσο όμορφο, προσπαθούσε με ποικίλους τρόπους να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος και να τον παντρευτεί. Του υποσχόταν μάλιστα ολόκληρη την περιουσία της και διάφορες τιμές. Όταν ο άγιος τ’ άκουσε όλα αυτά έκανε το σημείο του σταυρού και παρακαλούσε τον Χριστό να τον κρατάει σταθερό στην πίστη.

Αφού αρνήθηκε τις προτάσεις της κυρίας του, εκείνη τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος , με τη σειρά του, τον έκλεισε στη φυλακή και διέταξε να τον βασανίσουν.

Του έκαναν φριχτά βασανιστήρια, τα οποία δεν αναφέρονται στο συναξάρι. Αναφέρεται μόνο η παρατήρηση ότι και να τα σκεφτεί ο άνθρωπος φρίττει. Κατά τα βασανιστήρια δεν παρέλειπε η άσεμνη εκείνη γυναίκα να πηγαίνει κάθε μέρα στη φυλακή και να τον προτρέπει σε εξωμοσία με σκοπό τον γάμο μαζί της.

Αντιλαμβανόμενος τελικά ο βεζίρης πως ο άγιος παρέμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και αντιστεκόταν γενναία σε όλες τις επιθέσεις και του πόνου και της ηδονής διέταξε την εκτέλεσή του.

Τον απαγχόνισαν στο Παρμάκ Καπί κοντά στο Μπεζεστένι ( κλειστή αγορά) και έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο της αθλήσεως από το χέρι του αθλοθέτου Κυρίου.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ


Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ
Στις 16 Απριλίου 1772,
Μαρτύρησε στη Σμύρνη ο Άγ. Μιχαήλ.
(Από το νέο Μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου).
Αυτός ήταν από την περιοχή των Βουρλών, μεταξουργός στο επάγγελμα, νέος στην ηλικία, περίπου δεκαοκτώ ετών και πολύ όμορφος στην όψη. Αφού ξεγελάστηκε από έναν αγαρηνό, αρνήθηκε την πίστη του Χριστού το πρώτο Σάββατο των νηστειών και δούλευε κοντά του με μισθό. Όταν όμως ήρθε η Αγία Ανάσταση του Κυρίου, ακούγοντας τους συνομηλίκους του και όλους γενικά τους Χριστιανούς να γιορτάζουν αυτή την λαμπροφόρα μέρα και να ψέλνουν με αγαλλίαση και χαρά μέσα στο χάνι του Κιζλαραγά το κοσμοπόθητο τροπάριο, το «Χριστός ανέστη», συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε και αφού μετανόησε για αυτό, παράτησε την υπηρεσία στον καφενέ και έψελνε κι αυτός μαζί με τους άλλους το «Χριστός ανέστη». Ακούγοντάς τον οι παρευρισκόμενοι εκεί, τον εμπόδιζαν, λέγοντας ότι δεν ταιριάζει σε έναν Τούρκο να λέει τέτοια λόγια, τα οποία ταιριάζουν μόνο στους Χριστιανούς. Εκείνος αποκρίθηκε κι είπε: «αύριο θα δείτε ποιος ήμουνα και ποιος πρόκειται να γίνω».
Το πρωί λοιπόν, πήγε στον δικαστή ο Άγιος και του λέει: «Κάποιος που θα ξεγελαστεί και θα δώσει χρυσάφι για να πάρει μολύβι, είναι νόμιμο να δώσει πίσω το μολύβι και να πάρει το χρυσάφι που έδωσε, επειδή η ανταλλαγή δεν έγινε δίκαια και συνειδητά, αλλά με απάτη και άγνοια»; Ο δικαστής του λέει «ναι». Τότε ο Μάρτυρας του Χριστού λέει: «πάρε λοιπόν εσύ το μολύβι που μου έδωσες, αντί για χρυσάφι, δηλαδή την δική σου θρησκεία, και παίρνω κι εγώ πίσω το χρυσάφι που σου έδωσα, δηλαδή την πίστη των γονιών μου». Έτσι, με τέτοια παρρησία μπροστά στον μουσουλμάνο δικαστή και σε όλους τους παρισταμένους ομολόγησε τον Χριστό Θεό παντοδύναμο και κριτή των πάντων.
Θαυμάζοντας όλοι την παρρησία του, προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν με κολακείες και υποσχέσεις μεγάλων δωρεών, κατηγορώντας τον Χριστό και επαινώντας τον Μωάμεθ ονομάζοντάς τον μεγάλο προφήτη. Βλέποντας όμως τον Μάρτυρα να μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, τον έβαλαν στη φυλακή, μέχρι να τον εξετάσουν για δεύτερη φορά. Μετά από δυο μέρες, παρουσιάστηκε ο Άγιος μπροστά στον δικαστή και ομολογώντας τον Χριστό Θεό αληθινό, όπως και προηγουμένως, καταδικάστηκε σε θάνατο. Καθώς λοιπόν οδηγούνταν ο μακάριος στη σφαγή, έδειχνε ολόκληρος μια χαρά και μια αγαλλίαση. Και αφού ζήτησε συγχώρεση από τους Χριστιανούς που συγκεντρώθηκαν εκεί, έσκυψε το κεφάλι του και αποκεφαλίστηκε με ξίφος, παίρνοντας έτσι από τον Χριστό το στεφάνι του Μαρτυρίου. Και το τίμιό του λείψανο φαινόταν για τρεις μέρες να έχει ένα χρώμα λευκό, σαν χιόνι, και μετά από αυτά το έριξαν στη θάλασσα, η οποία το έβγαλε έξω στο μέρος που λέγεται Φοινικιά. Κάποιοι Χριστιανοί βαφείς που το βρήκαν μαζί με την τίμια κεφαλή του, το πήραν με ευλάβεια και το έφεραν στον Ναό της Αγίας Φωτεινής, και εκεί ενταφιάστηκε με τιμές
Δια των πρεσβειών του, μακάρι να αξιωθούμε κι εμείς εν τη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.

Η Αγία Αργυρή


Η Αγία Αργυρή
Η ΑΓΙΑ ΑΡΓΥΡΗ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Η αγία Αργυρή γεννήθηκε στην Προύσσα της Μ. Ασίας το έτος 1688 από ευσεβείς γονείς το Γεώργιο και τη Σωσάνη.
Ήταν σεμνή και προικισμένη με εξαιρετικές Χάρες, όπως την Πίστη, τη Φρόνηση, την Υπομονή και την Ταπεινοφροσύνη.
Κάποιος πλούσιος τούρκος που ζούσε κοντά στο σπίτι της θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζη­τούσε να αρνηθεί την πίστη της και να γίνει γυναίκα του. Η Αργυρή απέρριψε την πρότασή του με ψυχρότη­τα και περιφρόνηση. Αυτός όμως επέμενε και ενοχλούσε τους γονείς της και τους απειλούσε ότι θα χάσουν τη ζωή της κόρης τους αν δεν του τη δώσουν.
Τότε οι ευλογημένοι Γονείς αναγκάζονται να την παντρέψουν 17 χρονών, με ένα παλληκάρι, Ορθόδοξο Χριστιανό και την ώρα που τελούνταν το Μυστήριο του Γάμου, μέσα στην Εκκλησία, ώρμησαν σα λυσσασμένοι είκοσι αλλόθρησκοι νέοι και άρπαξαν την Αργυρή μπροστά στα μάτια όλων και του γαμπρού.
Την οδήγησαν με τα νυφικά της όπως ήταν στολι­σμένη κατ' ευθείαν στο δικαστή. Έξι άτομα την κατηγο­ρούσαν, ότι παρέβηκε την υπόσχεση που έδωσε δήθεν στον πλούσιο νέο για να τον παντρευτεί.
Ο δικαστής, που ήταν ο πατέρας του νέου, της έθεσε το δίλημμα: «Ή  τουρκεύεις  και παντρεύεσαι το γιο μου, ή πεθαίνεις στη φυλακή».
Η Αργυρή σταθερή και ατρόμητη απορρίπτει την πρόταση και κλείνεται στη φυλακή.
Οι γονείς της τρελλοί από την στεναχώρια, ζητούν την παρέμβαση του Πατριάρχη και της Επίσημης τουρ­κικής κυβέρνησης.
Τα διαβήματά τους παρέμειναν άκαρπα. Η Αργυρή οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κλείστηκε στις φυλακές περιμένοντας νέα δίκη.
Περίμενε με αγωνία 2 ολόκληρα χρόνια και η από­φαση που βγήκε επικύρωνε την παλιά: Ή τουρκεύεις, ή μαραίνεσαι στις υγρές φυλακές μαζί με τις ανήθικες γυ­ναίκες που την προτρέπουν συνεχώς να αρνηθεί την πί­στη της για να γλυτώσει τη ζωή της. Έτσι αλυσοδεμένη την φέρνουν στο άθλιο και αποπνικτικό κελί της. Ά­γριοι ξυλοδαρμοί επακολουθούν, βρισιές και εξευτελι­σμοί για να γονατίσουν την αγνή ψυχή της, αλλά αντί­θετα δυναμώνει πιο πολύ η πίστη της στον Εσταυρωμέ­νο. Αντιλαμβάνεται ότι το τέλος της πλησιάζει και θέ­λει οπωσδήποτε να Κοινωνήσει. Πώς όμως;
Εκεί μέσα στη φυλακή ήταν και ένας σεβαστός Γέ­ροντας που όμως μπορούσε να μπαινοβγαίνει γιατί του είχαν εμπιστοσύνη.
Εκμυστηρεύθηκε το μυστικό της η Αγία Αργυρή και κείνος σαν πραγματικός πατέρας έτρεξε στην Εκ­κλησία. Ο ιερέας συγκλονίσθηκε και έχυσε πικρά δά­κρυα, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τη νέα.
Να που φώτισε ο Καλός Θεός. Έκλεισε σε μία στα­φίδα όσο μπορούσε από τα Άχραντα Μυστήρια και τόδωσε στο Γέροντα.
Εκείνος με πολύ φόβο και ευλάβεια πέρασε το Λυ­τρωτικό Δώρο μπροστά απ' τους φύλακες και έφθασε στον προορισμό του.
Η Αγία Αργυρή συγκινημένη και καταβεβλημένη δέχθηκε με ιερή χαρά το τελευταίο Εφόδιο της Ζωής της και παρακάλεσε ταπεινά τον Κύριο να τη δεχθεί στην Ουράνια Βασιλεία του.
Την άλλη μέρα παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Κυρίου και προστέθηκε στο χορό των Μαρτύρων. Ήταν 5 Απριλίου του έτους 1721 μ.Χ. Κηδεύτηκε στον περίβολο της Εκκλησίας της Οσιομάρτυρος Παρασκευ­ής στο Χάσκιοϊ.
Ο σεβαστός Γέροντας της απονέμει τις τελευταίες τιμές, θέτοντας πάνω στον τάφο της έναν πέτρινο Σταυ­ρό, το έπαθλο της νίκης της, ο Οποίος σωζότανε μέχρι την εποχή του Πατριάρχου Κωνσταντίνου.
Οι Χριστιανοί της περιοχής θέλησαν να κάνουν ανακομιδή λειψάνων της Αγίας στις 30 Απριλίου του έ­τους 1725. Κάλεσαν τον Πατριάρχη Παΐσιο μαζί με την Ιερά Σύνοδο να παρευρεθεί στην ιερή τελετή. Όταν ά­νοιξαν τον τάφο, έμειναν όλοι έκθαμβοι γιατί το σώμα της παρέμεινε ακέραιο και σκόρπιζε γύρω μια ευχάρι­στη ευωδία. Ο Πατριάρχης ώρισε να τεθεί το Λείψανο σε πολυτελή λάρνακα μέσα στον Ιερό Ναό του Αγ. Γε­ωργίου στην Κωνσταντινούπολη και να γιορτάζεται επί­σημα από όλο τον Ορθόδοξο Χριστιανικό κόσμο σαν Αγία, στις 30 Απριλίου.

 Απολυτίκιον (ως προς το ταχύ προκατάλαβε)
Τυράννους κατήσχυνας εν τοις βασάνοις σεμνή, δειχθείσα πολύαθλε, ώσπερ αδάμας στερρός, Χριστού μάρτυς ένδοξε, έδειξας εναθλούσα προς Χριστόν τον Σωτήρα, έρωτά τε και ζήλον και ακόρεστον πόθον, δι' ο σε Αργυρή, αυτός αξίως εδόξασε.

Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός


Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΦΩΚΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΥ
 
Ο Φιλόξενος Άγιος
Ο Άγιος Φωκάς γεννήθηκε και ανατράφηκε στην μεγαλούπολη Σινώπι, κοντά στην Μαύρη θάλασσα.
 Από νέος εξοικονομούσε τα απαραίτητα από τον κήπο του, που φρόντιζε και καλλιεργούσε. Το σπίτι του ήταν κοντά στην πύλη του κάστρου που επικοινωνούσε με το λιμάνι, γι' αυτό ποτέ δεν του έλειπαν οι φιλοξενούμενοι, άλλοτε ξένοι ταξιδιώτες, άλλοτε φτωχοί.
 
Εκείνη την εποχή είχαν κηρύξει, οι ειδωλολάτρες διωγμό κατά των Χριστιανών, και τους σκότωναν χωρίς εξέταση και δίκη.
 
Μαθεύτηκε, λοιπόν ότι και ο Φωκάς ο κηπουρός ήταν Χριστιανός. Αμέσως οι άρχοντες έστειλαν στρατιώτες για να τον συλλάβουν. 
Ο Φωκάς δεν τους εγνώρισε και τους δέχτηκε και τους περιποιήθηκε σαν ξένους. Αφού πέρασαν μερικές ημέρες τους ρώτησε τι σκοπό είχε το ταξίδι τους σ' αυτόν τον τόπο. Εκείνοι υποχρεωμένοι από την φιλοξενία του φανέρωσαν το μυστικό, ότι ζητούν τον Φωκά τον Χριστιανό για να τον αποκεφαλίσουν, του είπαν μάλιστα ότι θα του χρωστούσαν μεγάλη χάρη αν τους τον φανέρωνε. 
Γυρίζει, λοιπόν, ο Φωκάς και λέγει: 
- Έφθασε η ποθητή ώρα να δείξω με έργα ότι είμαι Χριστιανός και δούλος του Κυρίου.
 
Χωρίς δε καθόλου να χάση το θάρρος του είπε στους στρατιώτες: 
- Εγώ, φίλοι μου, θα σας βοηθήσω σ' αυτή την υπόθεση, θα σας βρω τον Φωκά, τον ξέρω πολύ καλά και είναι εύκολο να τον έχετε στα χέρια σας.
Λέγοντας αυτά τους άφησε στο σπίτι του και του βγήκε για να σκάψει και να ετοιμάσει τον τάφο του.

Μαρτυρικό τέλος
Το άλλο πρωί λέγει στους δημίους του:
- Μάθετε, φίλοι, ότι τον βρήκα τον Φωκά. Είναι, λοιπόν έτοιμο το κυνήγι στην παγίδα σας.
- Που βρίσκεται, αγαπημένε μας φίλε; Τον ρώτησαν εκείνοι χαρούμενοι.
Δεν είναι μακριά, απάντησε ο Φωκάς. Μιλάει μαζί σας. Εγώ είμαι ο Φωκάς. Κάνετε, λοιπόν, το έργο σας για το οποίο τόσο οδοιπορήσατε και κουραστήκατε.
Οι στρατιώτες, έμειναν κατάπληκτοι και ντροπιάστηκαν, γιατί με τόση αγάπη είχαν φιλοξενηθεί από τον Φωκά.
Ο Άγιος κατάλαβε την δυσκολία τους και τους έλεγε:
- Μη διστάζετε, φίλοι μου, να κάνετε το έργο σας. Δεν είσθε σεις αίτιοι του φόνου, αλλά εκείνοι που σας έστειλαν.
Με τέτοια λόγια έπεισε τους στρατιώτες να τον αποκεφαλίσουν. Η ψυχή του έφυγε στον ουρανό κοντά στον πολυπόθητο Δεσπότη.

Θαύματα του Αγίου
Οι Χριστιανοί έκτισαν στον τόπο του αποκεφαλισμού εκκλησία μεγαλοπρεπή και έβαλαν το σεπτό λείψανο του Αγίου Μάρτυρος, που έγινε πηγή παρηγοριάς για τους θλιβομένους και θεραπείας για τους ασθενείς.
Όταν εκινδύνευσε η πατρίδα του Σινώπη από πείνα χάρις στην προστασία του Αγίου βρέθηκε σιτάρι.
Φανερώθηκε αρκετές φορές και σε ναύτες που κινδύνευαν να καταποντισθούν στο πέλαγος και τους έσωσε από πνιγμό.
Άλλοτε πάλι φάνηκε νύχτα και ξύπνησε τον πηδαλιούχο λέγοντας του να είναι έτοιμος, γιατί θα ξεσπάση τρικυμία.
Άλλες φορές τον έβλεπαν οι ναύτες σε μεγάλες θαλασσοταραχές να βοηθά πότε στα σχοινιά, πότε στα πανιά ή άλλοτε να προστατεύει το πλοίο, για να μην πέσει σε ξέρα ή σε βρόχους.
Έτσι γεννήθηκε στους ναύτες η συνήθεια να έχουν τον Άγιο Φωκά ομοτράπεζο, όταν, λοιπόν καθόντουσαν στο τραπέζι αγόραζε ένας από τους ναύτες το μερίδιο του Αγίου, την άλλη ημέρα το αγόραζε άλλος και στις συγκέντρωναν χρήματα, τα οποία, όταν έφθανε το πλοίο στον προορισμό του τα εμοίραζαν στους φτωχούς.
Αλλά και οι θεραπείες που έκανε ο Άγιος είναι πολλές. Σ' άλλους παρουσιάζονταν στον ύπνο, σ' άλλους ενεργούσε αόρατα.
Έτσι ο ασήμαντος και ταπεινός κηπουρός Φωκάς αξιώθηκε λόγω της αρετής του να θαυματουργή και να τιμάται από τους Χριστιανούς.
Η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την μνήμη του στις 21 Σεπτεμβρίου.

Ο Άγιος Πολύδωρος


Ο Άγιος Πολύδωρος
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΚΥΠΡΟΥ
Εξωμότης 
Ο Πολύδωρος καταγόταν από την Κύπρο και μάλιστα από την Λευκωσία. Ο πατέρας του ωνομαζόταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ. 
Αφού έμαθε γράμματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έκανε πολλά ταξίδια. Ιδίως στην Αίγυπτο. 
Το 1793 ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο έτυχε να προσκληθή από ένα αρνησίχριστο Κιεσίφη Ζακύνθιο και να γίνη γραμματικός του. 
Κάποια μέρα ήταν σε γλέντι μαζί με τον Κιεσίφη και παρασυρόμενος μέθυσε. Αποτέλεσμα ήταν να αρνηθή την πίστι του και να δεχθή τον Μωαμεθανισμό.


Μετάνοια 
Ο Πολύδωρος όμως ήταν άνθρωπος με αγαθή διάθεσι, γι' αυτό, όταν κατάλαβε το σφάλμα του, μετανόησε και μόλις βρήκε ευκαιρία πήγε στην Βηρυττό στον Αρχιερέα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του. Ο Αρχιερέας τον συγχώρησε και τον έστειλε σ' ένα μοναστήρι στον Λίβανο, για να μείνη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μετά το Πάσχα να τον μυρώση. Αλλά επειδή κινδύνευσε εξ αιτίας του ο Αρχιερέας, ο Πολύδωρος έφυγε και πήγε στο Άκρι (Πτολεμαΐδα) για να κάνη την ομολο­γία του. Εκεί βρήκε τα πράγματα αντίθετα και σαν άκουσε ότι πρέπει να κάμη την ομολογία πίστεως εκεί όπου έκαμε την άρνησι, έφυγε πάλι για την Αίγυπτο. 
Αλλά στο δρόμο εμποδίστηκε από τρικυμία και βγήκε στη Γιάφα, από εκεί με ένα Σάμιο πλοίο έφτασε στη Χίο, αλλά και εδώ εμποδίσθηκε να κάμη ομολογία.
Έπειτα από μερικές μέρες πήγε στη Σμύρνη. Οι εκεί Χριστιανοί όμως του είπαν να φύγη, γιατί οι Τούρκοι της περιοχής ήταν εξαγριωμένοι κατά των Χριστιανών, γιατί είχε αρνηθή εκείνες τις ημέρες τον Μωαμεθανισμό και είχε μαρτυρήσει κάποιος δερβίσης, έτσι μια νέα άρνησι θα ήταν κίνδυνος για τους Χριστιανούς.
Ο Πολύδωρος έπειτα από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειες γύρισε πάλι στη Χίο. Εκεί συνάντησε κάποιο πνευματικό πατέρα, που του έδωσε μια σοβαρή συμβουλή. Τον συμβούλευσε να οπλισθή με πνευματικά όπλα, διότι επρόκειτο για την πίστι του ν' αντιμετωπίση την εξουσία.
Άρχισε, λοιπόν, ν' αγωνίζεται με νηστείες, προσευχές και παρακλήσεις στην Θεοτόκο. Είχε πλέον πλήρως συναισθανθή το σφάλμα του και με δάκρυα ζητούσε την θεία άφεσι.
Έπειτα από σαράντα μέρες άσκησι έκαμε την ομολογία του και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο κοινωνώντας και των Αχράντων Μυστηρίων.


Στον κριτή
Συνοδευόμενος από ένα άλλο ζηλωτή της πίστεως ήλθε στην Νέα Έφεσο με μοναδικό σκοπό να δώση τη ζωή του στο Χριστό με μαρτύριο. Ο διάβολος φυσικά με πολλές σκέψεις προσπαθούσε να τον αποτρέψη, αλλά ο Πολύδωρος με πολλή προσπάθεια και προσευχή νικούσε.

Ήταν η πρώτη Σεπτεμβρίου όταν πήγε στον μουφτή1 και του λέγει:
- Εγώ, αφέντη, αγόρασα δυο πιστόλες. Η μια είναι πολύ καλή και στέρεα, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει απ' έξω, για να φαίνεται ωραία, τα δοκίμασα και είναι κίβδηλα. Γι' αυτό δεν την θέλω, αλλά νομίζω ότι είναι νόμιμο να την δώσω πίσω. Εσύ τί λες αφέντη;
- Ναι, είναι νόμιμο, απάντησε ο μουφτής.
- Δος μου φετφά2, του λέγει ο Πολύδωρος.
Ο μουφτής του δίνει τον φετφά και ο Άγιος φεύγει για να συναντήση τον κριτή.
- Έχω μια υπόθεσι, του λέγει.
- Ποια υπόθεσι; ρωτά ο κριτής.
Ο Πολύδωρος του διηγείται τότε την υπόθεσι της πιστόλας.

Ο κριτής τον ξαναρωτά:
- Ποιος είναι ο αντίδικός σου;
- Εσύ είσαι ο αντίδικός μου, του λέγει ο Πολύδωρος.
- Τί σου έκαμα; ρωτά έκπληκτος ο κριτής. Εγώ άλλη φορά δεν σε είδα.
- Σήμερα, είναι δέκα χρόνια, που με γέλασες και με έκανες ν' αρνηθώ την πίστι μου και μου έδωσες την δική σου, κάνοντάς με Τούρκο. Εγώ έφυγα από 'δω μακριά και άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ότι έσφαλα αφήνοντας την πίστι μου. Τώρα ήλθα να σου δώσω πίσω την σφραγίδα που μου έδωσες και να πεθάνω Χριστιανός
- Εγώ δεν σε γνωρίζω, ούτε σε είδα άλλη φορά, απάντησε ο κριτής. Πώς λες, ότι εγώ σε  έκανα Τούρκο;

Ο Μάρτυρας τότε αποκρίθηκε:
- Ναι, δεν με είδες άλλη φορά, αλλά εδώ που τώρα κάθεσαι συ, καθόταν άλλος προηγουμένως, ίδιος στο αξίωμα με σένα, γι' αυτό θεωρώ ότι συ με έκανες τέτοιον.

Του λέγει τότε ο κριτής:
- Παιδί μου, αφού θέλης να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ζήσε όπως θέλεις. Γίνε Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι σ' αρέσει. Κράτησε όποια θρησκεία είχες.
- Χριστιανός θέλω να είμαι, αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
- Καλά, κάμε ό,τι θέλεις, του λέγει ο κριτής.

Και ο μάρτυρας:
- Τούτο το σημείο, που έβαλες πάνω μου δεν μπορώ να το βλέπω και ήρθα να σου το επιστρέφω.

Λέγοντας σημείο ο Πολύδωρος εννοούσε την περιτομή.
Ο κριτής έκπληκτος απαντά:
- Μήπως έχασες το νου σου;
- Όχι, εγώ το νου μου τον έχω και ξέρω τι ζητώ.

Άρχισε έπειτα από τον διάλογο ο κριτής να τον έρωτα για την καταγωγή του, για τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο, που αρνήθηκε την πίστι του και έγινε Μωαμεθανός. Κατά την συνομιλία άλλοτε τον κολάκευε και άλλοτε τον απειλούσε με βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον μεταπείση.
Αλλά ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού μιλούσε με παρρησία και τόνιζε την απόφασί του, ότι αρνείται τον Μωαμεθανισμό και ότι τα βασανιστήρια καθόλου δεν τον τρομάζουν. Ο κριτής σκληρύνθηκε από την στάσι του Πολυδώρου και διέταξε να τον φυλακίσουν.
Στο μεταξύ ο κριτής παρήγγειλε στο μουφτή ότι δεν έπρεπε να δώση τέτοιο φετφά, γιατί τους ντρόπιαζε και τους ταπείνωνε.
Στη φυλακή του μάρτυρα ήταν κι ένας νέος, που επρόκειτο να αποφυλακισθή. Σ' αυτόν έδωσε ο Μάρτυρας το σταυρό του, για να μην τον καταπατήσουν οι αλλόπιστοι και λίγα χρήματα, που είχε πάνω του, λέγοντας:

 - Δος τα αυτά στους ιερείς και πες τους να παρακαλούν τον Θεό να με στηρίξη.

Την άλλη μέρα τον έβγαλαν και τον έστησαν εμπρός σ' όλους τους εκπροσώπους της εξουσίας, μουφτή, Εμίρ εφέντη, Βοϊθόδα κι άλλους.
Τον ρωτούν, λοιπόν, πρώτα αν σκέφθηκε σοβαρά και μετανόησε, κι ο μάρτυρας απαντά:
- Εγώ και καλά σκέφτηκα και τον νου μου τον έχω. Ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και δεν τον αρνούμαι ποτέ πια.

Όλοι μαζί οι Τούρκοι επίσημοι τότε του είπαν:

- Αφού θέλης να είσαι άπιστος, φύγε και πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.
Αλλά ο μάρτυρας ζητούσα να επιστρέψη την σφραγίδα. Εκείνοι του έλεγαν να σκεφθή καλά, αλλά ο Άγιος ετόνιζε ότι δεν φοβάται τον θάνατο και θέλει να μάχεται για την ευσέβεια και όχι για την ασέβεια (αυτά δε τα λόγια τα είπε σε αραβική γλώσσα). 0ι Τούρκοι απόρησαν και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι τον Ιησού θέλει και είναι πρόθυμος να πεθάνη γι' Αυτόν.


Βασανιστήρια

Και πάλι οι κριτές προσπάθησαν να τον δελεάσουν υποσχόμενοι δώρα ή απειλώντας με θάνατο, μάταια όμως. Τέλος τον έρριξαν πάλι στη φυλακή και έδωσαν την άδεια στο πλήθος να τον βασανίση, όπως ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους βρήκε πολλούς τρόπους μαρτυρίων.
Άλλοι του έβαζαν στους ώμους και στις μασχάλες πυρακτωμένα κεραμίδια, άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι, και άλλοι τον κτυπούσαν και τον πλήγωναν.Την άλλη ημέρα ήταν Κυριακή, πάλι βγάζουν τον Άγιο από την φυλακή και τον φέρνουν στους δικαστές. Εκείνοι τον ρωτούν:
-  Ήλθες στον εαυτό σου; Μετανόησες;
- Εγώ σας είπα, λέγει ο μάρτυρας, στον εαυτό μου είμαι, τον νου μου τον έχω. Τί με πειράζετε;

Τότε του λένε:

- Άλλο περιθώριο δεν έχεις για να σκεφθής. Έφθασε το τέλος σου.
- Εγώ τον Ιησού μου δεν αρνούμαι. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω.

Και πάλι οι κριτές:
- Παιδί μου, να η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης.

Κι ο μάρτυρας τους λέει:
- Αυτό ζητώ κι εγώ.

Πεισμωμένοι οι δικαστές έλεγαν μεταξύ τους:
- Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν πουν τον λόγο δεν τον παίρνουν πίσω.
Ένας φανατικός Τούρκος πείραζε τον μάρτυρα λέγοντάς του:
- Δέκα χρόνια που ήσουν Τούρκος δεν προσκύνησες στο προσκύνημά μας;
- Όχι, όχι, απάντησε ο Άγιος- Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες;

Ο Πολύδωρος έβλεπε ότι είναι ανώφελο να συζητά μαζί του και να αποσπάται από την προσευχή, γι' αυτό του λέγει:
-  Τί με πειράζεις, άνθρωπέ μου;
-  Δεν βλέπεις την αγχόνη; ρωτά ο Τούρκος.
-  Αυτή ζητώ κι εγώ, ας πάμε όσο γίνεται γρηγορώτερα.


Μαρτυρικό τέλος

Τον άρπαξαν τότε με αγριότητα, του έβγαλαν τα ενδύματα, του έδεσαν πίσω τα χέρια και τον παρέδωσαν για να κρεμασθή.
Με εξευτελιστικά λόγια και με έργα θηριωδίας τον έφεραν στον τόπο των καταδίκων. Τον ρώτησαν πάλι μήπως μετάνοιωσε και πήραν την απάντησι:
- Ταλαίπωροι, η πίστι σας είναι πλάνη, είναι ματαιότητα. Η πίστι των Χριστιανών είναι αλήθεια. Με όσα μου κάνετε θα πάω πιο νωρίς στον Παράδεισο. Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι.
Τότε εξαγριωμένοι οι Τούρκοι τράβηξαν το σχοινί της αγχόνης και ο Πολύδωρος βρήκε μαρτυρικό τέλος.
Εκείνη τη νύχτα έμεινε στην αγχόνη και οι άπιστοι του αφαίρεσαν τα ενδύματα και τον άφησαν γυμνό.
Έμεινε το άγιο λείψανό του τρεις μέρες στην αγχόνη. Τέλος διέταξαν ένα Χριστιανό να τον κατεβάση και τον έθαψαν πάνω από τα μνήματα των Αρμενίων.
Ο Μάρτυς έγινε στήριγμα ευσεβείας για τους Χριστιανούς και εντροπή για τους Μωαμεθανούς.

Η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά το μαρτύ­ριό του και την μνήμη του στις 3 Σεπτεμβρίου.

(1) μουφτής: Νομοδιδάσκαλος των Μουσουλμάνων.
(2) Φετφάς:   έγγραφος διαταγή

ΑΠΟΛΥΤIΚION
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μετανοίας τοις δάκρυσι προεκάθηρας είτα στίγμασι μάκαρ του Μαρτυρίου σαυτόν, ως εν ακτίσι φαειναίς κατελάμπρυνας. όθεν ως Μάρτυρα στερρόν, και παθημάτων κοινωνόν, Χριστού του Θεού εν ύμνοις, Πολύδωρε αθλοφόρε, σε ευφημούντες μεγαλύνομεν.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος πλ. δ'. Τη υπερμάχω.
Της ημετέρας γενεάς το ακροθίνιον, δεύτε συμφώνως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, τον πανένδοξον Πολύδωρον τον εκ Κύπρου, εν Εφέσω δε τη Νέα εναθλήσαντα, και τους Άγαρ απογόνους καταισχύναντα, και δοξάσαντα, το Χριστού θείον όνομα.

Ο νέος Οσιομάρτυρας Νικοδημος


Ο νέος Οσιομάρτυρας Νικοδημος
Ο Βίος και το μαρτύριο του νέου Οσιομάρτυρα Νικοδήμου του ράπτη που ασκήθηκε στην Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγ. Όρους και εμαρτύρησε στην πόλι Βεράτι της σημερινής Αλβανίας  στις  11 Ιουλίου του 1722.

       Ο νέος αυτός μάρτυρας του Χριστού Νικόδημος είχε πατρίδα την κωμόπολι Βυθικούκι, που βρίσκεται κοντά στα όρια της Κορυτσάς. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, και εγνώριζε την τέχνη του ράπτη. Ήλθε και έμεινε στην πόλι Βεράτιο της σημερινής Αλβανίας, και εργαζόταν την ραπτική του τέχνη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά επειδή πέθανε η γυναίκα του, επήρε δεύτερη, αλλά πέθανε και αυτή∙ και έλαβε τρίτη γυναίκα η οποία και αυτή πέθανε. Σκεπτόταν δε και τέταρτη να πάρη γυναίκα, διότι τέτοια δύναμι έχουν τα πάθη στον άνθρωπο και η κακή συνήθεια, ώστε αχόρταγος γίνεται στα κακά η όρεξίς του. Μόλις λοιπόν σκέφτηκε να κάνη αυτό, έμαθε ότι κάποιος Αγαρηνός άρχοντας έχει κάποια χριστιανή υπηρέτρια ωραία. Ετόλμησε δε και απέστειλε στον άρχοντα εκείνον μεσίτες, για να δώση σε αυτόν αυτήν σε γάμου κοινωνία. Εκείνος δε ο ακάθαρτος, έχοντας προθυμία να μεταδώση την μιαρά του θρησκεία σε Χριστιανό περισσότερο και να αυξήση αυτήν παρά να έχει μόνον την υπηρέτρια, τον πληροφόρησε ότι αυτό είναι εύκολο, εάν αρνηθή τον Χριστό και δεχθή την θρησκεία των Αγαρηνών. Ευρισκόμενος σε μέθη από τον σαρκικό έρωτα, κανένα δεν βρέθηκε εμπόδιο σε αυτόν, αλλά αφού δέχθηκε τον λόγο του Αγαρηνού, αμέσως κατεφρόνησε Θεό και ψυχή, και με θάρρος εφώναξε εκείνη την ελεεινή φωνή στο κριτήριο, το: Αγαρηνός, είμαι από τώρα και όχι Χριστιανός. Κατ' αυτόν τον τρόπο έπεσε πτώσι ελεεινή ένεκα της φιληδονίας. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν πολλές ημέρες, ζώντας σαν τον άσωτο υιό μέσα στις ηδονές, χωρίς να συλλογίζεται καθόλου από πιο ύψος θεογνωσίας έχει πέσει σε καταχθόνιο κρημνό αθεΐας.
       Και αυτά μεν αυτός έκανε με την συνεργεία του διαβόλου, ο πανάγαθος όμως Θεός που είναι μακρόθυμος και πολυέλεος και δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένει την επιστροφή του, για να έχη ζωή και ο Οποίος πάντοτε επιδιώκει και εργάζεται την σωτηρία μας∙ Αυτός, λέγω, δεν άφησε των χεριών Του το πλάσμα να απολεσθή τελείως, αλλά τον εφώτισε με θαυμαστό τρόπο. Διότι κάποια ημέρα, σαν να σηκώθηκε από μέθη, και αφού ήλθε στον εαυτό του και σκεπτόμενος όλα όσα κακώς έπραξε και έπαθεν, αναστέναζε από το βάθος της ψυχής του, εταλάνιζε τον εαυτό του, και θρηνούσε οδυνηρά την απώλεια της ψυχής του και έλεγε αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο και ταλαίπωρο, για ποια αιτία άραγε τυφλώθηκα τόσο κατά τον νου ο άμυαλος; Πως σκοτίσθηκα στην διάνοια; Πως προτίμησα το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως; Πως χωρίστηκα από την δόξα του Χριστού; Πως θεληματικά απέρριψα τον εαυτό μου από την συναυλία της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, και έγινα δούλος και αιχμάλωτος του παμπόνηρου διαβόλου; Αλλοίμονο στο ταλαίπωρο, ποια απολογία πρόκειται να αποδώσω κατά την ημέρα της κρίσεως; Ποιος θα με σώση από την κόλασι που με περιμένει; Σε τι θα μου ωφελήση τότε η μάταιη ηδονή, όταν αποδιωχθώ από προσώπου του φοβερού Βασιλέως και Κριτού; Όταν ακούσω την φρικτή και φοβερή εκείνη απόφαση του δικαίου και απροποσωλήπτου Κριτού Χριστού του Θεού;
       Όταν θα μου πη «αποστραφήτω ο ασεβής εις τον Άδην»; Ποιος τότε θα με λυτρώση από εκείνη την ανάγκη; Ώ της δείνης συμφοράς! Ώ των εμών κακών! Αυτά με θερμά δάκρυα έλεγε ελεεινά οδυρόμενος και μετανοώντας για όσα κακώς έπραξε. Γι' αυτό και πάλι έκραζε με αναστεναγμό. Συ Κύριε, που έκλινες ουρανούς και κατέβηκες στην γη, για να σώσης το ανθρώπινο γένος από την τυραννίδα το Άδου. Συ, ο οποίος ήλθες στην γη, για να καλέσης αμαρτωλούς σε μετάνοια, δέξου και εμένα τον ταλαίπωρο μετανοούντα κατά το μέγα σου έλεος.
       Έτσι  λοιπό μέρα και νύκτα και ώρα δεόμενος, εμελέτησε να φύγη και να έλθη στο αγιώνυμον Όρος το κοινό λιμάνι της σωτηρίας, για να διορθώση το μεγάλο αμάρτημα της αρνήσεως. Πρωτύτερα έστειλε και τον υιό του εκεί, ο οποίος και ντύθηκε το άγιο σχήμα των μοναχών, το οποίον, όταν το έμαθε ο πατέρας του, τόσο πολύ χάρηκε, ώστε με όλη του την ψυχή και καρδιά επεχείρησε την φυγή του. Αφού λογάριασε τα κινητά και ακίνητα της περιουσίας του, αλλά εχάρισε σε πτωχούς υπέρ της ψυχικής του σωτηρίας και με μερικά, που πήρε μαζί του, ανεχώρησε με προθυμία για το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος βρήκε τον ενάρετον πνευματικόν π. Σάββα στον οποίον και εξομολογήθηκε όλες του τις αμαρτίες. Έπειτα ανεχώρησε από τον πνευματικό και επήγε στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου παρέδωσε τον εαυτό του στον πνευματικό Φιλόθεο, ενάρετο πατέρα της τότε εποχής, ο οποίος είχε την καλύβη του κοντά στο Κυριακό, η οποία και μέχρι σήμερα τιμάται στο όνομα της Αναλήψεως του Χριστού. Σε αυτή την καλύβη έμεινε, και αφού διδάχθηκε κάθε τάξη της μοναχικής ζωής και τους κανόνες, έλαβε και από τον Γέροντα του Φιλόθεο το αγγελικό σχήμα, και από Δέδες που λεγόνταν, μετωνομάσθηκε Νικόδημος μοναχός.
       Από τότε, λοιπόν, επιτελούσε ο θείος αυτός Νικόδημος κάθε αρετή. Προσευχόταν συνέχεια, νήστευε και αγρυπνούσε, έχοντας και την μακαρία ταπέινωσι σαν τον τελώνη, με την οποία αξιώθηκε και του ποθουμένου. Κοντά με τα άλλα είχε και την κατάνυξι, επειδή συνέχεια την πτώσι του ενθυμούμενος, θρηνούσε με πικρία. Τροφή και πιοτό ήταν ψωμί και νερό, από τα οποία πολύ λίγο εδοκίμαζε, και με ένα λόγο όλες τις αρετές μετερχόμενος, ξερίζωσε όλες τις κακίες των παθών, διότι δεν ελυπήθη την σάρκα, ούτε κάποια άνεσι δίδοντας σ' αυτήν, και την φιλαυτία δεν ασπάσθηκε, ούτε την κενοδοξία, πώς να μην αποκτήση τις αρετές ο τοιούτος; Διότι γι' αυτό ακριβώς εβασάνιζε τον εαυτό του με νηστείες και αγρυπνίες, με σκληραγωγίες και προσευχές, ώντας με σώμα σαν ασώματος, και  αφού είχε υποτάξει όλα τα  μέλη και όργανα της σάρκας και έκανε αυτά δούλα στο πνεύμα. Αυτά βλέποντες και οι εκεί αγωνισταί στον θείο αυτόν Νικόδημον, εθαύμαζαν την θεϊκή σε αυτόν μεταβολή και αλλοίωσι, για την οποία έτυχε από το Θεό και της συγχωρήσεως, όπως θα φανερώση ο λόγος στην συνέχεια.
       Σε αυτά τα θεάρεστα αγωνίσματα έκανε ο γενναίος πράγματι Νικόδημος τρία ολόκληρα χρόνια και αφού φάνηκε σταθερός, αναγνωρίστηκε ανώτερος από τις διαμονικές προσβολές, και από όλους δεχόταν τον έπαινο. Κατόπιν αφού πρόσθεσε αρετές στις αρετές, τις διπλασίασε αυτές και πολλαπλασίασε τόσο, ώστε βλέποντας τον εαυτό του να είναι έτσι, δεν δίστασε αλλά εζήτησε από τον Θεό και από την αγιωτάτη Μητέρα του Θεού, όπου ορεγόταν η ψυχή του∙ δηλαδή να καταξιωθή να διανύση την ζωή του με τέλος μαρτυρικό, για να ντροπιάση το διάβολο, που ένεκα της φιληδονίας του τον είχε υποσκελίση, και το μεγάλο του αμάρτημα της αρνήσεως, με τα  ίδια του αίματα, να ξεπλύνη και έτσι καθαρός στον μόνο Θεό με παρρησία να μπορή να παρουσιασθή. Και αυτά μεν ο Όσιος προσευχόταν παρακαλώντας νύκτα και ημέρα, ο Θεός όμως, που εκπληρώνει το θέλημα των πιστών που τον φοβούνται και σέβονται, και που απαντά στις δεήσεις τους και τους σώζει, σύμφωνα με τον Προφήτη Δαβίδ∙ δεν παρέβλεψε την δέησι του, αλλά άκουσε την δέησι του σαν πολυεύσπλαχνος.
       Δι' αυτό κάποια νύκτα που ο Νικόδημος ήταν προσευχόμενος και αγρυπνώντας από την μεγάλη  κούρασι αποκοιμήθηκε∙ Ενώ λοιπόν κοιμόταν τον φαίνεται σε όνειρο η Παντάνασσα Θεοτόκος, η οποία άστραπτε περισσότερο από τον ήλιο, να στέκεται στο μέσο δύο φωτεινών αγγέλων και έχοντας στο δεξί της χέρι κάποιο ποτήρι ωραιότατο από κρύσταλλο, λέγει στον Νικόδημο, γνωρίζεις άραγε ποια είμαι εγώ; Ο δε Νικόδημος αφού έπεσε κάτω με πολύ φόβο και τρόμο προσκύνησε  την Παρθενομήτορα λέγοντας∙ ναι Δέσποινα, γνωρίζω ότι συ είσαι η Μητέρα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, η προστασία και μεσίτρια του γένους μας. Εκείνη δε είπε προς αυτόν. Να, έχει εισακουσθή η δέησις σου, διότι εγώ αφού παρακάλεσα τον μονογενή Υιόν μου και Θεόν, και  αφού ανάγκασα Αυτόν, έχει συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες σου γι΄ αυτό αγωνίζου στο εξής με θεάρεστη ζωή, για να επιτύχης και της αιωνίου μακαριότητος. Ο δε Νικόδημος αφού γέμισε από άπειρη χαρά, πάλι προσκύνησε την Θεοτόκο δεόμενος προς αυτήν, για να δεχθή στον μονογενή Υιό Της, ώστε να καταξιωθή μαρτυρικού τέλους μέχρι αίματος, για να γίνη και μιμητής του αχράντου Του πάθους, προς διόρθωσι της αρνήσεως που προηγουμένως έγινε από αυτόν. Η δε Παντάνασσα Θεοτόκος απεκρίθη εις αυτόν∙ ας γίνη σε σένα όπως θέλεις∙ έπειτα πάλι είπε εις αυτόν∙ πήγαινε, λοιπόν όπου αρνήθηκες κακώς προηγουμένως, να ομολογήσης εκεί καλώς, και η χάρις του εξ εμού τεχθέντος να είναι μαζί σου, Μη λοιπόν δειλιάσης τα βάσανα των ασεβών ούτε να διστάσης καθόλου, διότι η χάρις μου θα σε δυναμώση. Και αφού είπε αυτά προσέφερε εις αυτόν το ποτήρι λέγοντας∙ άνοιξε μου το στόμα και δέξου ποτήριο σωτηρίου και του μαρτυρίου εις όνομα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο δε γευσάμενος αυτό, αισθάνθηκε το πιοτό αυτό πιο δριμύ και από το ξύδι∙ και πάλι η Θεοτόκος λέγεις σε αυτόν∙ το μεν ποτήρι του μαρτυρίου είναι δριμύ προς ώραν, αλλά γλυκειά είναι η αιώνιος απόλαυσις του παραδείσου. Έπειτα ο θείος Νικόδημος αφού προσκύνησε την Θεομήτορα και ευχαριστών την μεγάλη της ευεργεσία και το έλεος, έχαιρε πνευματικά, η δε Θεοτόκος ανέβηκε στους ουρανούς.
       Μετά από αυτά δεν εσταμάτησε η πηγή της ευσπλαχνίας Δέσποινα  Θεοτόκος μέχρις εδώ μόνον, αλλά ακόμη και σε μεγαλύτερες θεωρίες τον Όσιο καταξίωσε. Ενώ κοιμόταν ακόμη ο μακάριος Νικόδημος, αρπάχτηκε σε οπτασία από άγγελο Θεού, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλους τους βασανιζομένους στον Άδη, ξεχωριστά δε τον αρχηγό της πλάνης των Αγαρηνών, τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, διότι βρισκόταν αυτός δεμένος με πύρινες αλυσίδες εις την φλόγα της κολάσεως, βασανιζόμενος φοβερά επίσης και όλο το πλήθος των ασεβών, οι οπαδοί δηλαδή αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών κάθε ασεβείας και αιρέσεως, όλοι εκεί βασανιζόμενοι. Κατόπιν ωδηγήθηκε και στον παράδεισο από τον ίδιο θείο άγγελο, ο οποίος έδειξε σε αυτόν όλη την τερπνότητα και την δόξα αυτού και την εκεί χαρά και αγγαλίασι των δικαίων.
       Αυτά αφού εθεώρησε αρκετά ο θείος Νικόδημος, εξύπνησε δοξάζοντας τον Θεό και την Πανάχραντον Αυτού Μητέρα, και πότε θρηνούσε θερμά, συλλογιζόμενος την απώλειαν των ασεβών και αμαρτωλών, πότε χαιρόταν υπερβολικά για την δόξαν των δικαίων. Δι' αυτό έτρεξε προς τον πνευματικόν του πατέρα Φιλόθεον, και εφανέρωσε σε εκείνον όλα όσα πιο πάνω διηγηθήκαμε. Ο δε ιερός εκείνος πνευματικός πατέρας, όταν άκουσε αυτά, είπε σε αυτόν∙ πρόσεξε καλά, παιδί μου και, γνώρισε ότι το μεν πνεύμα του ανθρώπου είναι πρόθυμον, αλλά η σάρκα ασθενής∙ επειδή ο άνθρωπος βασανιζόμενος δεν πάσχει κατά το πνεύμα, αλλά μόνον κατά το σώμα. Δι' αυτό το μεν πνεύμα χαίρετε σε όλα τα πνευματικά και θεϊκά έργα, το δε σώμα προβλέποντας τις διάφορες κακουχίες, φοβάται και τρέμει και  στρέφεται προς τα πίσω∙ πλην πήγαινε με ειρήνη, παιδί μου, βάδιζε τον δρόμο της σωτηρίας σου, όπως σε έχει αποκαλύψει ο Κύριος και σε προσκαλεί στον δρόμο της σωτηρίας έτσι και συ ακολούθησε με προθυμία πίσω από Αυτόν∙ διότι η πληροφορία σου δεν έγινε από τους ανθρώπους, για να διστάζης, αλλά από το Θεό της Μητρός Αυτού Παρθένου, για να απομακρύνη από σένα κάθε δισταγμό και φόβο. Πήγαινε λοιπόν κατά το θεϊκό πρόσταγμα, διότι αυτός ο Θεός θα σε διατηρήση ανώτερον από όλους τους εχθρούς, ορατούς και αοράτους. Αφού είπε αυτά ο Γέροντας στο δικό του τέκνον Νικόδημο, και αφού έκανε κοινή προσευχή με όλους τους πατέρας και αδελφούς στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, τον έστειλε με ειρήνη.
       Εκκίνησε λοιπόν ο θείος Νικόδημος προς τον δρόμο του μαρτυρίου, εφοδιασμένος πρώτον από τις θεϊκές αποκαλύψεις, δεύτερον από τις ευχές το Γέροντος του και των λοιπών πατέρων στης Σκήτεως, θέλησε να λάβη και τις ευλογίες του μεγάλου ασκητικού πατρός αγίου Ακακίου, που ζούσε τότε στην ιερά Σκήτη των Καυσοκαλιβίων. Διότι η συμβουλή των μεγάλων τέτοιων Αγίων, λεγομένη και μαρτυρουμένη με ζωντανή φωνή, είναι πιο ασφαλέστερη από τις οπτασίες και όλων εκείνων των αδελφών που δεν έχουν μαρτυρημένη αγιότητα. Οι οπτασίες μερικές φορές γίνονται και σφαλερές, αν και ο λόγος δεν αφορά στις θείες οπτασίες του οσίου Νικοδήμου. Αφού επήγε ο θείος Νικόδημος στον Όσιον Ακάκιον, έπεσε στα πόδια του και θρηνούσε ώρα αρκετή. Ο άγιος όμως Ακάκιος τον πήρε από το χέρι και αφού τον κάλεσε με το όνομα του, που ποτέ δεν είδε, τον εσήκωσε και ενεθάρρυνε, και τον ωμίλησε τα αρμόζοντα για την σωτηρία του. Έπειτα τον άφησε εκεί ο Όσιος και απομακρύνθηκε λίγο και προσευχήθηκε νοερά γι' αυτόν. Μερικοί δε τότε που βρέθηκαν εκεί, είδαν φως σε είδος λαμπρού αστεριού, το οποίο αφού κατέβηκε ήλθε προς τον Όσιον αυτόν Ακάκιον που προσευχόταν∙ και αφού έγινε αυτό, το μεν άστρο εκείνο έγινε άφαντο, το δε πρόσωπο του Οσίου έλαμψε σαν ήλιος.
       Μετά γύρισε πίσω, πλησίασε στον Νικόδημον και τον είπε κάποιο λόγο μυστικόν και ενώ τον ωμιλούσε αμέσως η μεν λάμψις του προσώπου του έφυγε από τον Όσιο, κατάνυξις δε μεγάλη εισήλθε στην καρδιά του Νικοδήμου, από την οποία κατάνυξι εποτίστηκε και, αφού από θεϊκό ζήλο εμέθυσε, εφώναξε μεγαλόφωνα, σημείο αυτό του υπερβολικού θείου έρωτα, διότι, αφού έπήγε κάτω από το σπήλαιο, έκλαυσε εκφώνως μεγάλο κοπετό και γοερό. Έπειτα επήγε πάλι στον Όσιο, ζητώντας την ευλογία και άδεια δια να απέλθη στον δρόμο του μαρτυρίου. Ο δε Όσιος αφού του ευχήθηκε του έδωσε έπειτα κάποιο ραβδί στα χέρια του, λέγοντας του∙ πήγαινε παιδί μου μαζί με αυτό μπρος στους απίστους κριτές, και με την δύναμι και χάρι του Χριστού θέλεις τελειώσει τον μαρτυρικόν σου αγώνα.
       
Λαβών λοιπόν ο θείος Νικόδημος το ραβδί εκείνο σαν από το χέρι του Κυρίου, και με τις ευχές του Οσίου Ακακίου ασφαλισθείς, όλος έγινε αιχμάλωτος του μαρτυρίου και ετοιμαζόταν για τη οδοιπορία. Επειδή όμως ήταν αδύνατος από τις μεγάλες του νηστείες για να περπατήση τόσο διάστημα δρόμου, ζήτησε άδεια από τον Όσιο να φάγη κάτι για να μπορέσει να περπατή. Ο Όσιος όμως Ακάκιος είπε σε αυτόν∙ τώρα περισσότερο αδελφέ, έχεις ανάγκη να νηστεύης, διότι μέλλεις να αγωνισθής τον τελευταίον αγώνα υπέρ Χριστού του Θεού. Δι'  αυτό όσο υπάρχει σου η δύναμις αυτή της νηστείας, τόσο περπάτα, και ο Δεσπότης μας που είπε: «ούκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' εν παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ' 4). Αυτός θα σε ενδυναμώση να πας χωρίς κόπο όλο τον δρόμο σου. Απαντώντας δε ο Νικόδημος λέγει στον  Γέροντα∙ Ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τις θείες σου ευχές, άγιε πάτερ, να κάνη το έλεός Του σε εμένα, και να με καταξιώση της καλής Του ομολογίας, πλην δειλών τις πανουργίες του διαβόλου. Λέγει σε αυτόν ο Όσιος∙να έχης θάρρος αδελφέ, και μη φοβηθής τον ανίσχυρο δαίμονα, να φοβείσαι μόνον τον Θεό, να τηρής τις εντολές Του και προς Αυτόν να επιρρίψης τις ελπίδες σου. Και όταν άκουσε αυτά τα τελευταία ο θείος Νικόδημος από το στόμα του Αγίου Ακακίου, έκλαυσε αρκετά, μετά, αφού πήρε από το χέρι του το ραβδί μαζί με την ευχή, και αφού ασπάστηκε αυτού το χέρι και το ραβδί, ανεχώρησε χαρούμενος.
       Κατά αυτόν τον τρόπο νηστεύοντας και εγκρατευόμενος ο θείος Νικόδημος όσον μπορούσε, καθόλου δεν ατόνισε αλλά περισσότερο ενδυναμώθηκε με την θεία χάρι του Χριστού, επήγε χωρίς κόπο μέχρι την πατρίδα του. Αλλά κι ο Σωτήρ μας φάνηκε στο δρόμο ενισχύοντας και στηρίζοντας αυτόν∙ διότι έδειξε σε αυτόν τα μέλλοντα, δηλαδή εφανέρωσε σε αυτόν τα όσα έμελλε να πάθη και που, ακόμη δε και αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου του, και ότι πρέπει να τελειωθή δια ξίφους. Και ο μεν Κύριος ανέβηκε στους ουρανούς, ο δε θείος Νικόδημος αφού ενδυναμώθηκε πάρα πολύ, δια το τόσο μεγαλείο, που αξιώθηκε από τον Θεό, με χαρά εβάδιζε τον δρόμο προς το μαρτύριο.
       Φθάνοντας λοιπόν στην πόλι του Βερατίου, στην οποία προεξώμοσε, έγινε γνωστός σε πολλούς. Πηγαίνοντας όμως στο εργαστήριο του ανάμεσα από τους εκεί ευρισκομένους και τους συντεχνίτας του, μετά των οποίων κάποτε εργαζόταν, πιο πολύ έγινε γνωστός σε όλους, και όλοι για αυτόν μιλούσαν. Για τον λόγον αυτόν βλέποντας του και οι εκεί Αγαρηνοί, άρχισαν να λένε μεταξύ τους∙ δεν είναι αυτός εκείνος που αρνήθηκε το Χριστό προ καιρού σε αυτήν την πόλι; Πως πάλι φρονώντας τα των Χριστιανών, ήλθε προς εμάς, και είναι μαζί μας και φανερός σε όλους παρουσιάζεται; Και ενώ αυτά έλεγαν οι Αγαρηνοί, και το Όσιον δακτυλοδεικτούσαν, λέγει σε αυτούς ο Όσιος∙ για εμένα τα λόγια αυτά λέτε ή για κάποιον άλλον; Εκείνοι δε είπαν για σένα αυτά λέμε και όχι για κάποιον άλλον, εάν πράγματι συ είσαι, εκείνος που δέχτηκες την θρησκεία μας. Προς αυτά ο Όσιος αποκρίθηκε∙ εγώ είμαι βέβαια και όχι άλλος, εκείνος που πλανήθηκα από εσάς ανοήτως, αλλά από τώρα, μη γένοιτο να με θεωρείτε του Χριστού αρνητή, ούτε λατρευτή της μιαράς των Αγαρηνών θρησκείας διότι μέσα στον Χριστό ζω και θα ζήσω, και με Αυτόν και υπέρ Αυτού θα πεθάνω από ευγνωμοσύνη, και γι' αυτό ήδη ευρίσκομαι εμπρός σας.
       Όταν άκουσαν εκείνοι αυτά, και μη υποφέροντας το θάρρος του, σηκώθηκαν αμέσως και αφήνοντας τα εργαστήριά τους, έκαμαν συνωμοσία αναμεταξύ τους εναντίον του Οσίου, όπως αυτόν τον παιδεύσουν καθώς τον πρέπει. Γι' αυτό έτρεξαν όλοι μαζί, κατά την συνήθεια τους, και έσυραν αυτόν βίαια στο βήμα του ηγεμόνα. Ο δε Άγιος επήγαινε αγαλλόμενος, διότι έμελλε να πάθη υπέρ του Χριστού, γι' αυτό και είχε φαιδρό το πρόσωπο του. Αφού παραστάθηκε λοιπόν ο θείος Νικόδημος στο παράνομο δικαστήριο του ηγεμόνα, αυτούς είχε και ενάγοντας, αυτούς και μάρτυρας αυτούς και κριτάς, σύμφωνα με την ασεβέστατη συνήθεια των Αγαρηνών.
       Ο παράνομος όμως ηγεμόνας, βλέποντας τον μάρτυρα και αφού άκουσε τα εναντίον του, του λέγει, γιατί το έκανες αυτό; Απέβαλες, όπως ακούω το δικό μας σέβας το οποίον παρέλαβες ερχόμενος προς εμάς με τη θέλησί σου, και ήδη προσήλθες πάλιν στον Χριστόν, τον οποίο αρνήθηκες εδώ πριν από λίγο καιρό; Προς αυτά ο Άγιος ανταπάντησε∙ απατήθηκα σαν ανόητος κατά πρώτον από συνεργεία του διαβόλου, απατήθηκα σαν ανόητος από τα απατηλά και βλεσυρά σας λόγια, και έτσι σαν από κάποια μέθη προσήλθα στην πλάνη των ψευδοπροφητών σας∙ αλλ' όμως σε αίσθησι ελθών κατόπιν, τα μεν ιδικά σας σαν ψεύτικα, παραβλέπων και περιφρονήσας, απορρίπτω και αποστρέφομαι σαν από ακαθαρσιών, εις τον δε αληθινόν και μόνον ζώντα Θεόν Ιησού Χριστόν, ολόψυχα πιστεύω και ομολογώ, και γι' Αυτον με προθυμία αποθνήσκω.
       Ο δε ηγεμόνας, αφού άκουσε από τον μάρτυρα Θεόν τον Χριστόν κηρυττόμενον, αποκρίθηκε∙ πως συ τον Χριστόν ενώ είναι άνθρωπος, ομολογείς και κηρύττεις Θεόν; Είπε εις αυτόν ο Άγιος∙ Υιόν Θεού, και Θεόν∙ τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον πλην της αμαρτίας ομολογώ τον Χριστό, κτίστην και δημιουργόν του παντός, και κριτήν ζώντων και νεκρών με παρρησία κηρύττω Αυτόν. Ο ηγεμόνας πάλι είπε∙ ο τιμώμενος από εμάς προφήτης τι άρα είναι; Ο Άγιος με θάρρος απάντησε∙ πλάνος ήταν, απατεώνας και δεύτερος από τον διάβολον, αυτόν πρόδρομον του αντιχρίστου ομολογώ και ψευδοπροφήτη κηρύττω. Αυτός μεν ευρισκόμενος δεμένος με πύρινες αλυσίδες, και στην φλόγα της κολάσεως δεινώς βασανιζόμενος μαζί με τους ακολούθους του στεκόμενος, θρηνεί και οδύρεται την απώλειά του∙ εσείς δε σαν ανόητοι και πλανεμένοι τον σέβεσθε και τιμάτε, εκείνον που έζησε με το τόξο, το μαχαίρι και κάθε κακία, και ήδη στη φλόγα του Άδου αθάνατα πυρπολούμενον, καθώς Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός με εφανέρωσε γι' αυτόν και όλον το πλανεμένο γένος σας των αθέων Αγαρηνών.
       Αφού είπε αυτά ο Άγιος, αμέσως όλοι όσοι ευρέθηκαν εκεί εγέμισαν από θυμό και τρίζοντας εναντίον του τα δόντια τους, τον εχαστούκιζαν και εμαστίγωναν, παρακινούμενοι ο ένας από τον άλλον το να κακοποιήσουν τον Μάρτυρα περισσότερον. Έπειτα αφού έβγαλαν αυτόν από το παλάτι με οργή και θυμό, κατεκρήμνισαν αυτόν από το ύψος στα κάτω, ο οποίος όχι μόνον δεν έπαθε κανένα κακόν, αλλά έπεσε έτσι, ώστε βρέθηκε να στέκεται όρθιος στα πόδια του*.
       Αυτό το θαυμάσιο όλοι θεωρήσαντες δεν συνήλθαν οι ασύνετοι, αλλά αμέσως τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον ετέντωσαν αρκετά τον εμάστιζαν με σκληρά ραβδιά, όπως επρόσταζε ο ασεβής, οι δε υπηρέτες του διαβόλου άρχισαν να ραβδίζουν με σκληρότητα και επίμονα όσο μπορούσαν. Και αυτά μεν εκείνοι έκαμναν, ο δε Άγιος σαν μάρτυρας του Χριστού δεχόταν τις πληγές με γενναιότητα και με σιωπή, ώστε φαινόνταν σε όσους τον έβλεπαν ότι δεν ήταν αυτός που έπασχε άλλα άλλος. Γι' αυτό με γενναίο και απτόητο φρόνημα νουθετούσε τον εαυτό του και στον αγώνα για τον Χριστό έδιδε θάρρος, ευχόμενος μυστικά και υποψιθυρίζοντας τα εξής έλεγε:
       Επίβλεψε Κύριε, εξ' αγίου κατοικητηρίου σου, και δος μου μετά παρρησίας να λαλώ τον λόγον σου, και ενίσχυσε με εις το να υπομείνω τα βασάνους και θλίψεις του μαρτυρίου, και κατευόδωσέ με εις τέλος της καλής ομολογίας Σου. Έπειτα γύρισε προς αυτούς που τον τιμωρούσαν και τα εξής τους έλεγε∙ κτυπάτε κατά του σώματος  με όση δύναμι έχετε, διότι με αυτόν τον τρόπο γρήγορα θέλετε με στερήσει της ζωής αυτής, και έτσι θέλει με αξιώσει Χριστός ο μόνος Θεός της αιωνίου και μακαρίας ζωής∙ διότι αυτού του Χριστού δούλος είναι εγώ∙ Αυτού οπαδός και ομολογητής και δι' Αυτόν θα πεθάνω, και με Αυτόν θα ζήσω. Ενώ λοιπόν λέγονταν αυτά οργίσθηκαν οι άθεοι και επεχείρησαν γρήγορα να τον μετακινήσουν από κοντά τους∙ δι΄ αυτό τον έπιασαν από τις τρίχες της κεφαλής και τα γένεια, ραβδίζοντες αυτόν και κτυπώντας αυτού το πρόσωπο και όλο το σώμα έκλεισαν στην φυλακή.
       Την επόμενη ημέρα, έβγαλαν τον μάρτυρα από την φυλακή και τον παρουσίασαν στο κριτήριο. Και σαν τον βρήκαν στερεόν όπως και προτύτερα, και λέγοντα πάλιν τα ίδια, κατεδίκασε αυτόν ο τύραννος σε ραβδισμούς, και κατόπιν οι μεν δήμιοι, αφού έρριψαν κάτω τον μάρτυρα, ράβδιζαν αυτόν  με όση δύναμι είχαν∙ ο δε μάρτυρας εσήκωσε τον νου και τα μάτια στον ουρανό, έτσι πεσμένος και υπέψαλλε∙ ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες κ.τ.λ. Και από με τον σώμα του μάρτυρος καταξεσχιθέν όλο από τις μαστιγώσεις, έτρεχε το αίμα άφθονο, το δε έδαφος της γης έγινε κόκκινο από το αίμα. Βλέποντες λοιπόν οι εχθροί ότι με γενναιότητα ο Άγιος υπέμενε τα βασανιστήρια και ότι ενικήθησαν από αυτόν και μη υποφέροντες την καταισχύνη αυτήν, τον έκλεισαν πάλιν στην φυλακή κακουχούμενο σκληρά. 
       Τήν τελευταία δε ημέρα έβγαλαν πάλι τον Άγιον από την φυλακή, τον οποίον σαν τον εξέτασαν και τον βρήκαν  σταθερόν όπως ήταν στην αρχή τον κατεδίκασαν στον δια ξίφους θάνατον. Τότε ο μεν Άγιος έχαιρε ευφραινόμενος, οι δε δήμιοι έσυραν τον μάρτυρα με βία και θυμό βαδίζοντες προς τον τόπο της καταδίκης, που είχαν διαταχθή. Σύροντες δε τον άγιον μάρτυρα εις θάνατον, τι δεν έλεγαν και τι δεν έκαμναν εναντίον του. Τον κτυπούσαν, τον εξύβριζαν, τον ερράπιζαν και κάθε ένας από αυτούς ότι και αν ήθελε κακό έκαμνε στο μάρτυρα μέχρις, ότου έφθασαν στον τόπο της καταδίκης. Όταν έφθασαν εκεί, έκαμαν νεύμα οι πρώτοι τους σε έναν από τους δήμιους να αποκεφαλίση τον Μάρτυρα∙ εκείνος δε αφού πλησίασε στον μάρτυρα και απέσπασε την μαχαίρα του, απέκοψε την αγία κεφαλή του μάρτυρος την ενδέκατη του μηνός Ιουλίου του έτους 1722. Και το μεν σώμα του Οσιομάρτυρος Νικοδήμου έπεσε ύπτιο στην γη, άγγελοι δε από τον ουρανό κατελθόντες και παραλαβόντες την αγία του ψυχή, με αγαλλίαση και πολλή ευφροσύνη, ωδήγησαν αυτήν στους ουρανούς, όπως και τις ψυχές των πριν από αυτόν μαρτύρων. Και πως δεν ήθελαν να χαρούν οι άγιοι άγγελοι σε τέτοια υπηρεσία; Διότι εκείνοι που χαίρονται για την μετάνοια ενός αμαρτωλού, όπως ο ίδιος ο Κύριος λέγει εις τα Ευαγγέλια, πως δεν ήθελαν να χαρούν δια αυτόν που υπέρ Χριστού μαρτυρικά έπαθε και απέθανε; Βέβαια αληθινά ευφράνθησαν και τον ενισχύσαντα τον μάρτυρα Χριστόν τον Θεόν ύμνησαν και εδόξασαν υπερβολικά. Επίσης και το πλήθος των χριστιανών που παρευρέθηκε εκεί, οι οποίοι αφού έδωσαν αργύρια ικανά στον ηγεμόνα, παρέλαβαν το πολυμακάριστον του μάρτυρος Νικοδήμου λείψανον και ψάλλοντες, έφεραν αυτό και κατέθεσαν σε λάρνακα και ενταφίασαν στον άγιον εκεί ναόν της Θεομήτορος. Το άγιον του οσιομάρτυρος Νικοδήμου λέιψανον, τηρείται από τον Θεόν σώον και ακέραιον, εκτελεί πάντοτε διάφορα θαύματα στους προσερχομένους, σ' αυτό με πίστι, δι' αυτό και την μνήμη του Αγίου κάθε χρόνο εορτάζουν πανηγυρίζοντες.
 Πηγή:.impantokratoros.gr